Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Η ΚΡΙΣΗ ΩΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗΣ

Ό,τι συμβαίνει σήμερα, στ’ αλήθεια μπορεί να ονομαστεί κρίση. Κρίση που φέρνει απόγνωση. Δυστυχία ακόμα και πανικό. Δεν μοιάζει να είναι μια συνηθισμένη διακύμανση των μεγεθών ή μια καθοδική καμπύλη που διαταράζει πρόσκαιρα την ισορροπία. Είναι αποσυντονισμός των μερών ενός παραπαίοντος συνόλου. Αυτονόμηση των επί μέρους τμημάτων της κοινωνίας που αν σχηματοποιηθεί σε τάση τότε η καταστροφή θα είναι χειρότερη και από ό,τι μπορεί να προκαλέσει ένας σύγχρονος πόλεμος. Η Ελληνική οικονομία και κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης. Τα συστήματα αξιών και οι καθολικές έννοιες που κάποτε γέμιζαν χαρά και υπερηφάνεια κάθε Έλληνα αλλά και Ευρωπαίο πολίτη, σήμερα βρίσκονται παραγκωνισμένα, περιθωριοποιημένα και ανυπόληπτα. Οι Έλληνες εθισμένοι πλέον στη φυγοπονία, την ανευθυνότητα και την ανήθικη υπερβάλλουσα ατομικότητα, δεν ενδιαφέρονται για συλλογικές αξίες, για κοινωνική ευθύνη και ατομική ηθική. Απρόσωπες μονάδες μηχανικής κατανάλωσης ασχολούνται μόνο με τον τρόπο που θα εντυπωσιάσουν τους άλλους, τον τρόπο με τον οποίο θα επιτύχουν τις ματαιοδοξίες τους και τις εφήμερα θνησιγενείς απολαύσεις τους. Είναι μια κατάσταση που απεικονίζει ένα τύπο κοινωνίας που δεν θέλει, δεν ξέρει και δεν μπορεί να παράγει νέες αξίες, καινοτομίες, ιδέες και διατηρήσιμο πλούτο. Απεικονίζει μια οικονομία που στηρίζεται στην εξστρεμιστική κατανάλωση που φθάνει στα όρια της μανίας και η οποία αντιπαθεί την παραγωγή, την επιστημονική θεμελίωση και την προτροπή σε παραγωγική εργασία. Οι Έλληνες απολάμβαναν ένα επίπεδο ευημερίας που δεν το δικαιούνταν. Για πολλά χρόνια απολάμβαναν προνόμια που κάποιοι τους τα παρείχαν χωρίς να τα αξίζουν. Η κατάσταση αυτή σιγά σιγά έγινε συνείδηση φυσικής υπεροχής και προκάλεσε ένα οικτρό αποτέλεσμα. Καταργήθηκε η κοινωνική ιεραρχία. Ισοπεδώθηκαν οι ποιοτικές διαφορές μεταξύ των πολιτών και μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και ομάδων. Αφού οι αμοιβές δεν είναι πια συνάρτηση της παραγωγικότητας της εργασίας, αφού η απόλαυση δεν προϋποθέτει μόχθο, αφού το κέρδος δεν είναι συνάρτηση της καινοτομίας, αλλά της κερδοσκοπίας, της ευκαιριακής αρπαχτής, και της αλόγιστης δανειακής στήριξης, γιατί να υπάρχουν διακρίσεις ποιότητας, εφευρικότητας, ηθικής των συναλλαγών και εργοβόρες προσπάθειες. Σχεδόν όλα βρίσκονται στον ίδιο παρονοματή χωρίς όμως αριθμητή. Αδρανή σύνολα χωρίς διακριτά υποσύνολα.


Δεν αξίζει κανείς να κοπιάσει για την ανεύρεση των αιτίων. Λίγο πολύ αυτά είναι γνωστά. Εκείνο που αξίζει να κάνει είναι να προσπαθήσει να βρει ένα τρόπο διαφυγής, μία σταθερή έξοδο απ’ τον βάλτο της αδράνειας. Να ανασυντάξει το κοινωνικό υλικό έτσι ώστε να επανακτηθεί η ιεραρχία των αξιών και να διευκρινισθεί η κοινωνική κλίμακα.


Η διαδικασία αυτή δεν είναι εύκολη υπόθεση γιατί συνιστά ιστορική τομή. Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες μάλιστα δεν είναι καν εφικτή. Γίνεται όμως εφικτή κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες της παρούσας κρίσης. Η ευκαιρία είναι μοναδική. Ίσως είναι και ανεπανάληπτη. Ευτυχώς ήρθε η κρίση που προσφέρει ένα πρωτόγνωρο πλαίσιο για να ληφθούν αποφάσεις που θα επανακαθορίσουν τους ρόλους των κοινωνικά και πολιτικά δρώντων.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως οι στόχοι που τίθενται είναι δύο: ο πρώτος σχετίζεται με την αναμόρφωση και τον επανακαθορισμό της κοινωνικής διαφοροποίησης των τάξεων και ομάδων με βάση το κριτήριο της ουσιαστικής και τυπικής γνώσης αφ’ ενός και το κριτήριο της θέσης στη παραγωγική αλυσίδα αφ’ εταίρου και ο δεύτερος αφορά στον θεωρητικό και εμπειρικό επανακαθορισμό του κράτους σε μια περιφερειακή και ρηχή κοινωνία με βάση αυτή τη φορά το κριτήριο της κοινωνικής ανταποδοτικότητας.


Τα λογικά αξιώματα που στηρίζουν αυτούς τους στόχους αδιάκριτα, είναι η αρχή της παροχής μετά από ισόποση πρόσληψη, δηλαδή η αρχή της ανταποδοτικότητας και η αρχή της ισοδυναμίας / διαφορετικότητας έναντι της ισοπεδωτικής εξίσωσης. Πράγματι είμαστε όλοι ίσοι έναντι των νομικών υποχρεώσεων αλλά δεν είμαστε όλοι ίδιοι έναντι των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Μια διευκρίνιση είναι αναγκαία για όσους θεωρήσουν εξαιρετικά αφαιρετικά τα προηγούμενα. Για την παραγωγή του εθνικού προϊόντος, είτε αυτό είναι υλικό είτε είναι άϋλο, εμπορεύματα δηλαδή ή πολιτισμός, δεν συμμετέχουν όλοι με ίσα μερίδια. Υπάρχουν αρκετοί οι οποίοι συμβάλουν, δημιουργώντας μεγάλα μεγέθη ενώ άλλοι μικρά ή και αρνητικά. Αν λάβουμε την διαπίστωση αυτή ως κανόνα κοινωνικού αναλογικού δικαίου, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, τότε ανάλογες θα πρέπει να είναι και οι κλίμακες των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Άλλωστε αυτός είναι ένας «φυσικός» νόμος πάνω στον οποίο στηρίζεται η κοινωνική ιεραρχία και η ούτως προκύπτουσα διάκριση των θεσμών και εξουσιών.

Στις παραδοχές αυτές των «θετικών» προσεγγίσεων έχουν αντιταχθεί και αντίπαλες θεωρίες οι οποίες προτείνουν και πολύ σωστά, τον έλεγχο των αποστάσεων των κοινωνικών κλιμακίων. Δεν θα μπορούσε για παράδειγμα η απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και φτωχούς να είναι ανάλογη των αντίστοιχων συμμετοχών τους στο παραγόμενο εθνικό αποτέλεσμα γιατί τότε θα διαλύονταν το κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς. Γιατί ο μεν πρώτος προσφέρει μεγάλα μερίδια στο εθνικό αποτέλεσμα ενώ ο δεύτερος σχεδόν τίποτα ή πολλές φορές και αρνητικές μονάδες. Η αρχή που στηρίζει μια τέτοια θεωρία είναι πως αυτοί που θεωρούνται «άριστοι» κατά τον Ηράκλειτο, ή «δυνατοί», κατά το ρωμαϊκό και βυζαντινό δίκαιο, δεν θα μπορούσαν να δράσουν έτσι αν δεν υπήρχε το κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς στη διαμόρφωση του οποίου αναμφισβήτητα συμμετέχουν και οι «ανίσχυροι» ή οι μέτριοι και οι φτωχοί.


Επί προσθέτως υπάρχει και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό. Υπάρχει και ο κύκλος ζωής του ανθρώπου. Στα πλαίσια αυτού του κύκλου, η χρησιμότητα που παρέχει οποιοδήποτε αγαθό, υλικό ή άϋλο, βαίνει φθίνουσα. Δηλαδή τι επί πλέον θα μπορούσε να προσφέρει ένα ακόμα εκατομμύριο δολάρια σε κάποιον που κατέχει δύο χιλιάδες εκατομμύρια δολάρια. Ενώ σ’ αυτόν που κατέχει χίλια δολάρια η πρόσκτηση άλλων χιλίων λαμβάνει πολύ μεγάλη χρησιμότητα.


Το συμπέρασμα είναι πως ασφαλώς η κοινωνική ιεραρχία θα πρέπει να αποκατασταθεί αλλά δεν θα πρέπει να στεγανοποιηθούν τα κοινωνικά κλιμάκια με κίνδυνο την επιστροφή στις απολυταρχικές και μεσαιωνικές κοινωνικές μορφές όπου οι σχέσεις αλληλεξάρτησης ήταν υποτυπώδης ως και ανύπαρκτες.

Ό,τι έχει να γίνει για την ελληνική κοινωνία είναι πολύ περισσότερο από αυτό που πρέπει να γίνει για την ελληνική οικονομία. Κλίμακες αξιών, διοικητικοί και δικαστικοί θεσμοί, αντιλήψεις, στάσεις και συμπεριφορές, εκπαίδευση, και επιμόρφωση, επαγγελματικές εξειδικεύσεις, και ανατροπή των σχέσεων εργασίας / αμοιβών, είναι μεγάλα εθνικά θέματα που οφείλουν να τεθούν στην ημερήσια διάταξη. Προπάντων να τεθεί στο ανηλεές σφυροκόπημα η αντίληψη της επιδίωξης ατομικής λύσης σε συλλογικά προβλήματα.


Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν ένα υγιές κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο το οποίο θα ηγηθεί της προσπάθειας για την επανένωση του εθνικού δυναμικού. Ποιο όμως μπορεί να είναι αυτό το πολιτικό υποκείμενο; Εδώ τίθεται το μεγάλο πρόβλημα και μάλλον φαίνεται πως δεν έχει εύκολη απάντηση.

Στο παρελθόν τα πολιτικά κόμματα και οι δομές οργάνωσης τους ίσως ήταν μια ευκρινής συλλογικότητα που θα μπορούσε να προσφέρει αξιώσεις εγγύησης. Σήμερα όμως αυτές είτε δεν υπάρχουν είτε όπου βρίσκονται λειτουργούν με κριτήρια ατομικού συμφέροντος. Αν στραφεί κανείς προς τους Δήμους και τις περιφερειακές οργανώσεις, θα αντικρίσει με φρίκη πως αυτοί είναι τραγικές αποφύσεις της κρατικής διαφθοράς. Μάλλον το ίδιο συμβαίνει και σε κάθε ενδιάμεση βαθμίδα θεσμών της λεγόμενης «κοινωνίας των πολιτών». Μήπως τα συμπέρασμα είναι πως δεν υπάρχει πολιτικό υποκείμενο που θα πυροδοτήσει διαδικασίες εξόδου από τη κρίση και ανάπλασης του κοινωνικού ιστού;


Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν οι πλέον ακραία απαισιόδοξοι. Οι ορθολογικά σκεπτόμενοι και μετριοπαθώς πράττοντες, αναζητούν τις λύσεις έξω και πέρα από τις παραδοσιακές συνταγές. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα μεγάλες δεξαμενές ανθρώπινου δυναμικού που δεν έχουν μολυνθεί από τις κρισιογόνες πρακτικές και τις μεταπρατικές συμπεριφορές των πολλών. Υπάρχουν ζώνες οριζόντιας διάρθρωσης μέσα στη κοινωνία, με ικανοποιητική μόρφωση, ιστορική γνώση και κοινωνικοπολιτική ευαισθησία, οι οποίες μπορούν να δραστηριοποιηθούν πρωτοποριακά και αποτελεσματικά, δημιουργώντας πόλους προβληματισμού και δράσης με μεγάλη διασπορά. Αυτοί οι πόλοι μπορούν να συγκροτηθούν μέσα στα πανεπιστήμια, με την ενεργοποίηση των φωτισμένων καθηγητών, μέσα στη πολιτιστική και καλλιτεχνική σφαίρα από πρωτοπόρες ομάδες, μέσα στις δυναμικές και κοινωνικά ευαίσθητες επιχειρήσεις που θα δεχθούν να μειώσουν το ύψος των κερδών τους επενδύοντας στη καινοτομία. Αυτές οι κοινωνικές διαδικασίες μπορούν να καρποφορήσουν αν συνδυασθούν με ρηξικέλευθες παρεμβάσεις της κυβέρνησης στις δομές του υπερτροφικού κράτους μειώνοντας το τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Αν εξασφαλίσουν την συνδρομή των υγιών μέσων ενημέρωσης και πληροφόρησης και αν εξασφαλίσουν την ενεργό υποστήριξη φιλικών ξένων δυνάμεων, δηλαδή πολιτικών, ακαδημαϊκών και οργανώσεων της νεολαίας.


Η προσπάθεια αντιμετώπισης της καταστροφής δεν είναι αποδοτική αν αναλαμβάνεται μόνο από την κορυφή, δηλαδή την κυβερνητική βαθμίδα. Ούτε μόνο από τη βάση, δηλαδή την κοινωνική πρωτοβουλία. Απαιτείται συνδυασμός των δράσεων και αρκετός χρόνος. Όσο δύσκολο και αν είναι αυτό το εγχείρημα θα πρέπει να αναληφθεί και ως προς το κόστος του γιατί άλλως το κόστος της κατάρρευσης θα ισοδυναμεί με ανείπωτη καταστροφή.