Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ


Οι σύγχρονες κοινωνίες διακρίνονται από υψηλή πολυπλοκότητα. Πολλοί παράγοντες θεσμικοί και μη, τυπικοί και άτυποι, συνλειτουργούν συντονισμένα ή ασυντόνιστα ώστε να παράγονται διαδικασίες. Οι διαδικασίες όσο και αν φαίνεται παρόδοξο, περικλείουν περισσότερο δυναμικό φορτίο απ' ό,τι τα κοινωνικά γεγονότα ή οι θεσμοί. Τίθενται στην αρχή των διαμορφωτικών κοινωνικών αλυσίδων και τις ακολουθούν έως το τέλος, έως τότε που μετατρέπονται σε καταστάσεις συνειδήσεως. Οι διαδικασίες είναι αγωγοί μέσα από τους οποίους διέρχονται οι ροές του αμφισβητούμενου Λόγου. Επομένως αφού ρυθμίζουν τις ισορροπίες του Λόγου, ο ρόλος τους είναι να νομιμοποιούν ορισμένες προτάσεις και να ακυρώνουν άλλες. Οι πολιτικές προτάσεις, οι φιλοσοφικές προτάσεις, οι οικονομικές, κλπ, ως μέρη ενός ευρύτερου αντιληπτικού και ερμηνευτικού συνόλου μέσω των διαδικασιών αποκτούν κυριαρχία ή απορρίπτονται και μέσω των διαδικασιών γίνονται ακόμα και θεσμοί. Οι θεσμοί είναι τα παράγωγα των κοινωνικών και άλλων διαδικασιών γιατί μέσω αυτών αποκτούν νομιμοποίηση η οποία τους προσθέτει το κύρος της ορθότητας.

Η πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών διαμορφώνει διαδικασίες με τη συμβολή πολλών σταθερών και μεταβλητών παραγόντων. Εκ προοιμίου δηλαδή οι διαδικασίες για να είναι ικανές να παράγουν βιώσιμα αποτελέσματα θα πρέπει να είναι ανοικτές, δηλαδή να είναι επιδεκτικές της συμμετοχής διαφορετικών παραγόντων. Διαφορετικά αν είναι κλειστές, τα παραγόμενα αποτελέσματα θα είναι διαβλητά και επιδεκτικά γρήγορης ακύρωσης.

Διαδικασίες όμως στήνονται εκεί όπου αναδύονται προβλήματα. Οι πρώτες τους μορφές είναι αυθόρμητες αλλά γρήγορα ενσωματώνονται στην κοινωνική αξιολογική κλίμακα. Μ' αυτό θέλω να πω πως έτσι επέρχεται η πολιτικοποίηση τους και η εκμετάλλευση του πολιτικού αποτελέσματος απ' τους δρώντες πολιτικούς παράγοντες. Επειδή οι παρούσες κοινωνίες δεν είναι ενιαίες, μονοταξικές, αλλά πολυταξικές με συγκρουσιακό φορτίο, οι διαδικασίες συνιστούν το υπέδαφος, τον ενιαίο παράγοντα πάνω στον οποίο οικοδομούνται οι συγκρούσεις των πολιτικών, κοινωνικών, κλπ, συμφερόντων. Αν δεν υπήρχαν διαδικασίες, οι κοινωνικές διαφορές και συγκρούσεις θα επιλύονταν με τη χρήση βίαιων μέσων και θανάσιμων συγκρούσεων όπως παρατηρούμε στις μεσαιωνικές ή απολυταρχικές κοινωνίες.
Επί πλέον οι νεωτερικές διαδικασίες διαμορφώνουν ένα κοινωνικό χώρο εντός του οποίου εκφράζονται όλες οι ταξικές κατευθύνσεις. Κατά συνέπεια και ο Λόγος μέσω της διαβούλευσης των φορέων θα είναι και αυτός αντιθετικός και πολυταξικός. Πάρε για παράδειγμα τη διαδικασία ενός συνδικαλιστικού φορέα που νομιμοποιεί ένα αποτέλεσμα δράσης. Ή τη διαδικασία του κοινοβουλίου που επικυρώνει την επικρατέστερη άποψη περί κοινωνικού δικαίου. Σε κάθε πεδίο της κοινωνικής κλίμακας, από την οικογένεια μέχρι το κοινοβούλιο, υπάρχουν αναγκαιότητες που διαμορφώνουν διαδικασίες οι οποίες νομιμοποιούν αποτελέσματα Τα αποτελέσματα αυτά υπάγονται φυσικά στις ευρύτερες ομάδες των αξιών και των καθολικών νοημάτων αλλά δεν είναι αυτό εκείνο που μ' απασχολεί τώρα. Για να μείνουμε στη μακροκοινωνική περιοχή, στις διαδικασίες, οι φορείς των πολυταξικών εκφράσεων χρησιμοποιούν ρητορικές και πολιτικές διαλέκτους με ευρύτερα νοήματα από εκείνα που αποδέχονται προκειμένου να αποσπάσουν τη νομιμοποίηση και συνεπώς τη πολιτική υπεροχή. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί μας κάνει να κατανοούμε πως μειοψηφίες με ικανούς εκπροσώπους μπορούν να αποσπούν νομιμοποιημένα αποτελέσματα ενώ πλειοψηφίες με ανίκανους εκπροσώπους να ακυρώνονται.

Μια αναγωγή στα πλειοψηφικά πολιτικά κόμματα μάλλον επιβεβαιώνει αυτό το συμπέρασμα. Κατά τη προηγούμενη διακυβέρνηση η κοινωνική πλειοψηφία δεν μπορούσε να επικυρωθεί πολιτικά γιατί την έκφραζαν ανίκανοι πειθούς και δράσης πολιτικοί. Οι διαδικασίες τους εξοβέλισαν και τους αφήρεσαν κάθε κανόνα πολιτικής κυριαρχίας. Η διαμορφωτική αλυσίδα διαδικασιών στην οποία συμμετείχαν αποκάλυψε το βαθύ χάσμα μεταξύ του κοινωνικού εντολέα και του πολιτικού εντολοδόχου. Οι ρόλοι προσωρινά αντιστράφηκαν αλλά η διαμορφωτική ισχύς της πολιτικής διαδικασίας επανέφερε την ισορροπία.

Η παρούσα διακυβέρνηση οφείλει να αποδείξει ότι η συμμετοχή των πολιτικών της εκπροσώπων στη διαμορφωτική αλυσίδα των διαδικασιών, πρωτογενών και δευτερογενών, είναι ικανή να αποσπά συνεχή μετεκλογική πολιτική νομιμοποίηση ώστε να επικυρώνει τη σχέση του εντολέα και εντολοδόχου. Για να το πράξει όμως αυτό οφείλει να διαθέτει αποτελεσματικά στελέχη πειθούς και δράσης στις βαθμίδες των πρωτογενών διαδικασιών και όχι μόνο στις βαθμίδες των τελικών πολιτικών αποφάσεων. Αν δεν τα διαθέτει, τότε γρήγορα οι εντολείς θα μετατραπούν σε εντολοδόχους και το αντίστροφο, ανοίγοντας νέα χάσματα.

Τα μέχρι τώρα δείγματα που έχει παραδώσει η νέα διακυβέρνηση, δυστυχώς δεν πείθουν ότι ελέγχει τη διαμορφωτική διαδικασία της πολιτικής. Αλλά και τα στελέχη / υπουργοί, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, δείχνουν πως δεν έχουν κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται, αναπτύσσονται και μετατρέπονται οι κοινωνικές διαδικασίες σε πολιτικές και πως η σπουδαιότητα τους είναι απείρως σημαντικότερη από τη σπουδαιότητα αντίπαλων πολιτικών προσώπων. Οι "πολιτικοί αντίπαλοι" της αντιπολίτευσης, ελάσσονα σημασία θα έχουν, έως και ανύπαρκτη, αν γίνει κατορθωτό να ελεγχθεί η διαμορφωτική αλυσίδα των διαδικασιών που παράγει νομιμοποίηση.
Πως όμως μπορεί να γίνει κατορθωτό κάτι τέτοιο όταν οι διαδικασίες αφορούν μόνο τη πολιτική "κορυφή" και όχι τις πρωτογενείς κοινωνικές βαθμίδες; Και όταν το κράτος στην Ελλάδα ακυρώνει νομιμοποίηση ενώ στην Ευρώπη κατοχυρώνει;

Το συμπέρασμα όλων αυτών είναι πως πρώτον οι διαδικασίες θα πρέπει να βαθύνουν και να "κατέβουν" έως τις πρωτογενείς κλίμακες και δεύτερον πως το κράτος θα πρέπει να συν επικουρεί στην μετατροπή των κοινωνικών διαδικασιών σε πολιτικές ώστε να αποτραπεί η αντιστροφή της σχέσης πολιτικού εντολοδόχου και κοινωνικού εντολέα.




Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ

Τα οικονομικά δεν είναι ακριβώς μια εμπειρική επιστήμη. Ή τουλάχιστον μόνο εμπειρική επιστήμη. Μεταφέρουν πλούσιο ιδεολογικό και θεωρητικό φορτίο γιατί καλούνται να λάβουν αποφάσεις με τις οποίες θα ενισχύσουν ή θα αποδυναμώσουν αξίες και καθολικά νοήματα και κατά συνέπεια και τις κοινωνικές τάξεις που τα υιοθετούν. Για παράδειγμα, το φορολογικό σύστημα οφείλει να διέπεται και να υπηρετεί κανόνες δικαίου. Όμως τι ακριβώς είναι οι κανόνες κοινωνικού δικαίου; Είναι δίκαιο, να φορολογούνται περισσότερο αυτοί που με σκληρή εργασιακή καταπόνηση κερδίζουν περισσότερα και λιγότερο εκείνοι που είναι ανειδίκευτοι, ράθυμοι ή οκνηροί και άρα κερδίζουν λιγότερα; Ή το αντίθετο; Ποια από τις δύο προτάσεις θα υιοθετήσει το φορολογικό σύστημα. Δεν υπάρχει μια αντικειμενική απάντηση κοινώς αποδεκτή. Επομένως οι διαμορφωτές της φορολογικής πολιτικής θα επιστρατεύσουν τα ιδεολογικά τους εργαλεία και θα αξιολογήσουν την ορθότητα όπως αυτά ορίζουν. Μ' αυτό το τρόπο η φορολογική πολιτική διαφεύγει από το πρακτικό πεδίο που είναι η είσπραξη φόρων και εισέρχεται και στο πεδίο των θεωρητικών εννοιών περί δικαίου, περί ευημερίας, περί ελευθερίας, κλπ.

Τα θέματα αυτά αποτελούν αντικείμενο έρευνας της πολιτικής φιλοσοφίας. Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για την κοινωνική και οικονομική ισότητα, για την κοινωνική δικαιοσύνη, την αναδιανομή του εισοδήματος, την ισότητα των ευκαιριών, κλπ. Οι κύριες όμως σχολές που έχουν σχηματιστεί είναι τέσσερις. Ο ωφελιμισμός, ο φιλελευθερισμός, ο λιμπεραλισμός και ο μαρξισμός. Κάθε δέσμη οικονομικής πολιτικής συνεπώς ανάγεται σε ένα από τους παραπάνω πολιτικοφιλοσοφικούς καθορισμούς ή σε ένα κράμα από αυτούς. Η διαπίστωση αυτή, με τη σειρά της, μας οδηγεί στην αποδοχή του αξιώματος ότι οι επιλογές οικονομικής πολιτικής δεν είναι ουδέτερες δηλαδή χωρίς ιδεολογικό φορτίο αλλά μεροπληπτούν υπέρ της μιας ή της άλλης κοινωνικής ομάδας.

Οι οικονομικές πολιτικές μεριμνούν έτσι ώστε αφ' ενός να αυξάνεται η ακαθάριστη παραγωγή μιας χώρας και αφ' εταίρου να διανέμεται με βάση ορισμένα κριτήρια αποδοτικότητας κατά το δικαιότερο τρόπο ο παραγόμενος πλούτος. Κατά συνέπεια η οικονομική της ανάπτυξης και η οικονομική της διανομής, συνδέονται άμεσα με τη πολιτική φιλοσοφία και τη κοινωνιολογία.
Σε όποιες σχολές και αν ανήκουν οι οικονομικές πολιτικές λίγο πολύ συμφωνούν στις προτάσεις για την επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης. Εκεί που υπάρχουν μεγάλες διαφωνίες ανάμεσα στους οικονομολόγους είναι ο τρόπος με τον οποίο θα κατανεμηθεί το εθνικό εισόδημα.

Ο ωφελιμισμός (utilitarianism), είναι ένα πολιτικοφιλοσοφικό σύστημα το οποίο έχει εκτεταμένες απόψεις πάνω στο θέμα της διανομής του εισοδήματος. Ιδρυτές του ήταν ο Jeremy Bentham (1748-1832) και ο John Stuart Mill (1806-1873). Οι φιλόσοφοι αυτοί ασχολήθηκαν με την ηθική και το είδος πολιτικής που οφείλει να ασκεί το κράτος.
Η βασική έννοια του ωφελιμισμού ήταν η χρησιμότητα. Δηλαδή η ευτυχία και η ικανοποίηση που λαμβάνει ο άνθρωπος από τις συνθήκες της ζωής του. Η χρησιμότητα θα πρέπει να μεγιστοποιείται γιατί αποτελεί συστατικό της ευτυχίας και για το λόγο αυτό το κράτος οφείλει να επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις.

Για το ζήτημα της διανομής και αναδιανομής οι ωφελιμιστές προχώρησαν σε προτάσεις που στήριξαν πάνω στο αξίωμα της φθίνουσας οριακής χρησιμότητας. Το αξίωμα αυτό σημαίνει πως η αξία ενός ευρώ προσθέτει περισσότερη χρησιμότητα σε ένα φτωχό άνθρωπο παρά σε ένα πλούσιο. Όσο αυξάνεται το εισόδημα ενός ατόμου τόσο μειώνεται ο βαθμός ικανοποίησης τον οποίο απολαμβάνει. Με βάση αυτό, το κράτος οφείλει να αναδιανέμει το εισόδημα σε όφελος των λιγότερο πλουσίων πολιτών αυξάνοντας έτσι το άθροισμα της κοινωνικής χρησιμότητας. Με άλλα λόγια τα περισσότερα χρήματα που κερδίζουν οι πλούσιες ομάδες του πληθυσμού δεν θα επιφέρουν καμία βελτίωση στο βιοτικό τους επίπεδο γιατί αυτό θα βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο. Οι πρόσθετες εισοδηματικές μονάδες γι' αυτούς θα ισούνται με μηδέν μονάδες ικανοποίησης.
Καλό είναι λοιπόν να επιτευχθεί ένα είδος αναδιανομής του πλούτου υπέρ των φτωχών και των κοινωνικά αδυνάτων. Γι' αυτούς η απόκτηση μεγαλύτερου εισοδήματος αυξάνει το επίπεδο χρησιμότητας τους και επομένως την συνολική κοινωνική ευημερία. Όμως αν οι διαδικασίες αυτές συνεχισθούν έως το τέλος τότε θα επέλθει ένα είδος παραλυτικής εξίσωσης όπου καμία από τις δύο κοινωνικές ομάδες δεν θα επιθυμεί να παράξει πλούτο με συνέπεια την κάθετη κοινωνική αποδιοργάνωση και τη στασιμότητα. Και τούτο γιατί οι αδύνατοι πολίτες θα περιμένουν να μεριμνήσει το κράτος ώστε να εισπράξουν από τους ισχυρούς ενώ οι ισχυροί θα πάψουν να παράγουν πλούτο γιατί αυτός με τη διαμεσολάβηση του κράτους θα περάσει στους αδύνατους. Για το λόγο αυτό οι ωφελιμιστές θεώρησαν καλό να προτείνουν τη διατήρηση των ανισοτήτων στα εισοδήματα και τη κοινωνική κλίμακα ώστε να κατοχυρωθούν κίνητρα δημιουργίας πλούτου, αλλά σε ένα μετριασμένο επίπεδο.
Στη περίπτωση αυτή το κράτος οφείλει να παίξει σημαντικό ρυθμιστικό ρόλο διατήρησης των ορίων της κοινωνικής κλίμακας, ρόλος ο οποίος αποτελεί και την πεμτουσία του.

Ο φιλελευθερισμός (libertarianism) θεωρεί με τη σειρά του πως το κράτος εκείνο που οφείλει να πράττει είναι να θέτει το πλαίσιο των κανόνων εντός του οποίου τα άτομα θα διεξάγουν τις ανταλλακτικές και παραγωγικές τους ασχολίες. Εκείνο που δεν μπορεί να κάνει είναι να μεταφέρει εισόδημα από μια κοινωνική ομάδα σε άλλη ή να συνάπτει προνομιακές σχέσεις ενισχύοντας ορισμένους. Κατά συνέπεια η αναδιανομή του εισοδήματος ως κρατική πολιτική δεν θα πρέπει να υφίσταται. Αντίθετα ο φιλελευθερισμός δίδει μεγάλη προσοχή στην ισότητα ευκαιριών. Είναι προτιμώτερο το κράτος να φροντίζει για την δημιουργία ίσων ευκαιριών στους πολίτες του ώστε κάθε ένας να αναπτύσσει τις ικανότητες του παρά να μεροληπτεί υπέρ κάποιων και σε βάρος κάποιων άλλων.
Ο φιλόσοφος Robert Nozick στο βιβλίο του Anarchy, State and Utopia, θεωρεί πως αυτό που κερδίζει κάθε άτομο είναι αποτέλεσμα κάποιας εκούσιας ανταλλαγής ή το λαμβάνει ώς δώρο, από κάποιο άλλο άτομο. Κανείς δεν έχει εκχωρήσει στο κράτος κανένα δικαίωμα να παίρνει εισοδήματα και να τα διανέμει κατά τη κρίση του. Σε μια ελεύθερη κοινωνία οι περιουσίες δημιουργούνται ή χάνονται ως αποτέλεσμα ελεύθερων επιλογών από ελεύθερους ανθρώπους.

Ο λιμπεραλισμός (liberalism), είναι η τρίτη πολιτικοφιλοσοφική θεωρία που ασχολείται με τον οικονομικό ρόλο του κράτους. Ο εκπρόσωπος της ο John Rawls, στο βιβλίο του A Theory of Justice, θεωρεί πως το κράτος θα πρέπει να είναι παρεμβατικό με κριτήριο την ενίσχυση των πιο αδύνατων μελών της κοινωνίας. Προκειμένου να εξυψωθεί η συνολική κοινωνική ευημερία, το κράτος θα πρέπει να ενισχύει εκείνα τα άτομα που βρίσκονται στα χαμηλότερα σημεία της κοινωνικής πυραμίδας. Αυτό είναι το περίφημο κριτήριο minimax, σύμφωνα με το οποίο ενισχύοντας αυτούς που βρίσκονται στη πιο δύσκολη θέση αυξάνεται η συνολική κοινωνική ευημερία. Είναι ένα είδος κοινωνικής ασφάλισης, η οποία επιτυγχάνεται με την αναδιανομή των εισοδημάτων υπέρ των φτωχών αλλά δεν φθάνει μέχρι το σημείο της πλήρους εξίσωσης τους. Συμφωνώντας με τους ωφελιμιστές, βεβαιώνει πως μια τέτοια πολιτική θα οδηγούσε στη πλήρη κοινωνική παρακμή και τότε το κράτος δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει το κριτήριο minimax. Είναι καλό για όλους να νιώθουν από την ημέρα της γέννησης τους πως θα ζουν σε μια κοινωνία όπου θα λειτουργεί ένα δίκτυ κοινωνικής ασφάλισης που οδηγεί στην κοινωνική ευημερία του συνόλου.

Ο Μαρξισμός τέλος, βρίσκεται αντίθετος με όλες τις πολιτικοφιλοσοφικές προσεγγίσεις που δίνουν στο κράτος το ρόλο του κοινωνικού ισορροπιστή. Το κράτος γι΄ αυτούς δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα εργαλειακό μέσο στα χέρια των ισχυρών το οποίο φροντίζει να αναδιανέμει τα εισοδήματα πάντα σε όφελος τους. Θεσπίζει τέτοιους κανόνες που αναπαράγουν την κοινωνική αδικία και την οικονομική εκμετάλλευση. Ενώ τα κοινωνικά υποκείμενα που παράγουν τον πλούτο απολαμβάνουν ένα μισθό ίσο με την αξία που είναι αναγκαία για να αναπαράγει τη θέση τους, η εναπομείνασα διαφορά καρπώνεται από αυτούς που δεν παράγουν αλλά είναι κάτοχοι των μέσων παραγωγής. Η διαδικασία αυτή είναι ρυθμισμένη θεσμικά και χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ο Μαρξισμός ενδιαφέρεται για ένα άλλο σύστημα που θα στηρίζεται στην άμεση εργασία των παραγωγών η αξία της οποίας θα κατανέμεται αναλογικά σ' αυτούς που συμμετέχουν στη δημιουργία της.
Οι τρεις πρώτες θεωρίες βρίσκονται εμφανώς υπό του στόχου βελτίωσης των λειτουργιών του ισχύοντος συστήματος ενώ ο Μαρξισμός είναι προσανατολισμένος στο στόχο της αλλαγής του συστήματος και της αντικατάστασης του από ένα άλλο δικαιώτερο και ανθρωπινότερο.




Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ - ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΑΠΑΝΩΝ ΕΙΝΑΙ Η ΛΥΣΗ

Δυστυχώς η Ελληνική οικονομία βρίσκεται για πρώτη φορά αντιμέτωπη με την σκληρή πραγματικότητα των μηχανισμών της παγκοσμιοποίησης. Οι μηχανισμοί αυτοί φαίνεται πως δεν ασχολούνται με τα ιδεολογικά επιχρίσματα των κυβερνήσεων ούτε με το πολιτικό κόστος που ενδεχομένως να επιφέρουν πολιτικές εξυγίανσης. Ενδιαφέρονται μόνο για τη μείωση του κινδύνου των κεφαλαιακών τους τοποθετήσεων και την εξασφάλιση κερδών. Θέτουν κανόνες εισόδου μιας χώρας στις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης των αγορών χωρίς τη τήρηση των οποίων οι ποινές είναι πολύ μεγάλες. Οι μηχανισμοί είναι απρόσωποι, κατά το πλείστον και οι λειτουργίες τους είναι αυτοματοποιημένες. Μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οίκοι, οίκοι αξιολόγησης του αξιόχρεου, διεθνείς δανειοδοτικοί οργανισμοί, γιγαντιαίες επιχειρήσεις και νομισματικά συστήματα, συνιστούν άκαμπτες δομές που μπορούν να συνθλίψουν σε ελάχιστο χρόνο, αδύναμες εθνικές οικονομίες.
Οι οικονομίες είναι αδύναμες όταν είναι υποχρεωμένες να προσφύγουν στους διεθνείς μηχανισμούς για ανεύρεση κεφαλαίων. Αυτό είναι γνωστό σε όλους και φυσικά και στους Έλληνες διαμορφωτές πολιτικής. Αλλά, κατά το μάλλον, δεν είναι οι διεθνείς αγορές που ευθύνονται για τη κακή κατάσταση των αδύναμων εθνικών οικονομιών αλλά οι ίδιες οι χώρες και τα πολιτικά συστήματα διαχείρισης. Στην Ελλάδα, η συσσώρευση των προβλημάτων είναι αποτέλεσμα δεκαετιών. Κατά τη δεκαετία μάλιστα που τρέχει και ειδικά μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η όξυνση τους κορυφώθηκε. Σήμερα η χώρα βρίσκεται στη τραγική θέση να καταφεύγει σε εξωτερικό δανεισμό προκειμένου να καλύψει σημαντικό μέρος των βασικών κονδυλίων γις τις τρέχουσες ανάγκες της. Το μέρος αυτό αντανακλάται στο δημοσιονομικό έλλειμμα το οποίο απροσδιόριστα προσδιορισμένο πότε είναι 10% του ΑΕΠ, και πότε είναι 14%. Σε απόλυτους αριθμούς πάντως δεν είναι πάνω από 25 δις ευρώ. Τούτο το μέγεθος είναι σταγόνα στον ωκεανό αν ήθελε κάποιος να το συγκρίνει με τα 14 τρις ευρώ που αγγίζει το ΑΕΠ της ευρωζώνης. Θα μπορούσε κάποιος σοβαρός αναλυτής να θεωρήσει πως το ελληνικό έλλειμμα κινείται απειλητικά σε βάρος της αξίας του ευρώ; Το δε χρέος που παράγει το έλλειμμα είναι άλλο μέγεθος και πάντως όσο και αν αυξάνονται τα spreads δανεισμού, ο μόνος που βλάπτεται δεν είναι το ενιαίο νόμισμα αλλά οι Έλληνες πολίτες.
Κατά συνέπεια θα πρέπει να αποδεσμευθεί το ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα με τη συζήτηση για την αξία του Ευρώ.
Το πρόβλημα όμως που έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα είναι άλλης τάξεως. Είναι πρόβλημα που έχει γραμμικές συσχετίσεις με τον τρόπο που είναι δομημένο το οικονομικό σύστημα παραγωγής, με το σημείο στο οποίο έχει ισορροπήσει ο άξονας των πολιτικών συσχετισμών.
Το παραγωγικό σύστημα θεωρείται αντικειμενικά απαρχαιωμένο, παρωχημένο, καθυστερημένο. Παράγει προϊόντα και υπηρεσίες που έχουν μέτρια, μικρή ή και καθόλου ζήτηση στις διεθνείς αγορές. Η ανταγωνιστικότητα του συνεχώς μειώνεται και η συρρίκνωση του επιχειρηματικού ιδιωτικού τομέα επιφέρει τη διόγκωση του δημοσίου, από την οποία προέρχονται τα γιγαντιαία ελλείμματα. Τα προϊόντα που παράγει δεν προτιμούνται ούτε από τους Έλληνες καταναλωτές και λόγω της κακής τους ποιότητας και λόγω των υψηλών τιμών.
Έτσι δημιουργείται και το μεγάλο πρόβλημα των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Μέχρι τώρα ανάφερα τέσσερα μεγάλα προβλήματα που γίνονται αιχμηρές αγκυλώσεις του ελληνικού οικονομικού συστήματος. Τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, το αναπτυξιακό καταναλωτικό μοντέλο και τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτά τα προβλήματα υπήρχαν πάντα αλλά στη παρούσα περίοδο κατάφεραν να εναρμονίσουν την εκδήλωση των αρνητικών συνεπειών τους. Η ταυτόχρονη εκδήλωση τους έκανε την κατάσταση εκρηκτική αλλά όχι ανεπίστρεπτη.
Η αντιμετώπιση τους απαιτεί νηφάλια σκέψη και γνώσεις όχι γενικές και θεωρητικές αλλά συγκεκριμένες γνώσεις της ελληνικής ιδιομορφίας. Απαιτεί επίσης εμπειρικές μελέτες μέτρησης των συνεπειών των κυβερνητικών πολιτικών. Μελέτες επιπτώσεων δηλαδή των κυβερνητικών αποφάσεων. Αν υποθέσουμε πως οι γνώσεις υπάρχουν έστω και σε ελλειπή μοφή, οι εμπειρικές μελέτες όμως μάλλον είναι ανύπαρκτες. Έτσι οι κυβερνητικές αποφάσεις θα μετρήσουν την αποδοτικότητα τους εκ των υστέρων και αφού προκαλέσουν ίσως νέα κύματα απαισιοδοξίας.
Η ιδιομορφία (ή δυσμορφία) του ελληνικού συστήματος λειτουργεί έτσι ώστε να μην αποδίδουν οι κλασικές οικονομικές παρεμβάσεις που εφαρμόζονται σε άλλες πιο ολοκληρωμένες χώρες της Δύσης. Για παράδειγμα, η ενίσχυση των εισοδημάτων με σκοπό την ενεργοποίηση της αγοράς μπορεί να αποδίδει στην οικονομία των ΗΠΑ αλλά στην ελληνική οικονομία και μάλιστα σε συνθήκες βαθειάς ύφεσης είναι μάλλον πολιτική περιορισμένων ορίων. Οι Έλληνες καταναλωτές αφού έχουν καλύψει μία και δύο φορές τις βασικές και μη ανάγκες τους θα προτιμήσουν να διακρατήσουν ρευστότητα προκειμένου να ανταπακριθούν στη προσδοκώμενη εμβάθυνση της ύφεσης. Επομένως ο σκοπός της ενεργοποίησης της αγοράς ίσως δεν επιτευχθεί στο χρόνο που πρέπει.
Η ορθότερη πολιτική παρέμβαση στα οικονομικά δρώμενα, είναι αυτή που περικόπτει τις περριτές δημόσιες δαπάνες, είτε αυτές είναι ελαστικές είτε είναι ανελαστικές. Η εξοικονόμηση των πόρων αυτών θα πρέπει να χρηματοδοτήσει την αναδιοργάνωση της παραγωγής. Να ενισχυθούν οι επενδυτικοί μηχανισμοί, ακόμα και κάτω από την κρατική εποπτεία, να αρθούν τα εμπόδια που καθηλώνουν διαδικασίες παραγωγικής ανασυγκρότησης, να επιταχυνθούν οι πολιτικές αποκρατικοποιήσεων, να θεσπισθούν κίνητρα εισόδου ξένων άμεσων επενδύσεων, να ενισχυθούν με λίγα λόγια όλα εκείνα τα εργαλεία που δυναμώνουν τους φορείς της προσφοράς προϊόντων, υπηρεσιών και ειδικευμένης εργασίας. Με το τρόπο αυτό οι περιορισμένοι πόροι δεν θα μετατραπούν σε προνοιακά επιδόματα μιας χρήσεως αλλά σε παραγωγικά αποτελέσματα μακράς διάρκειας.
Χρονικά οι πολιτικές αυτές είναι μακράς διάρκειας. Βραχυπρόθεσμα όμως ο αναπροσανατολισμός των περιορισμένων δαπανών σε παραγωγικό ορίζοντα θα δώσει το σύνθημα ότι η Ελλάδα βγαίνει από τον επιδεικτικό καταναλωτισμό, την εργασιακή ραθυμία και τον φενακισμένο πολιτικό ανταγωνισμό. Οι αποδόσεις μιας ανάλογης πολιτικής θα απαιτήσουν ασφαλώς χρόνο για να εκδηλωθούν. Στο διάστημα αυτό θα υπάρξουν απώλειες μονάδων καταναλωτικής ευημερίας και αναστολή ικανοποίησης αποκτημένων συνηθειών, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Έτσι μόνο ορθολογικοποιούνται οι στόχοι της οικονομικής πολιτικής και δεν συγκρούεται ο ένας με τον άλλο, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα.


Θα πρέπει να τονισθεί μετ' επιτάσεως ότι η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα και η οικονομία της, όχι μόνο είναι αναστρέψιμη αλλά με τις κατάλληλες πολιτικές αναδιοργάνωσης μπορεί να τεθεί και επικεφαλής των προηγμένων χωρών στο νέο κύκλο του μεταβιομηχανικού καπιταλισμού. Με την επεξεργασία του νέου ενεργειακού προτύπου, η Ελλάδα διαθέτει όλα εκείνα τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για να αξιοποιήσει στο έπαρκο τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, να τις συνδέσει με τα ευρυζωνικά δίκτυα, τα πληροφοριακά συστήματα, την έρευνα και τις νέες οικολογικές κατασκευές. Έτσι και αλλιώς είναι προνομοιούχος λόγω της γεωπολιτικής της θέσης και λόγω των κλιματικών συνθηκών. Οι διαμορφωτές πολιτικής όλων των κλιμακίων, πολιτικών, κοινωνικών, επιστημονικών, κ.α., οφείλουν να προτείνουν επεξεργασίες και να προχωρήσουν σε εφαρμογές το συντομότερο δυνατό.