Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΙΜΑ ΤΑ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΜΕΤΡΑ


Θα πρέπει να νιώθεις πολύ άσχημα όταν βρίσκεσαι μπροστά σε μια νέα ιστορικά τραγική κατάσταση την οποία μάλιστα δεν είσαι βέβαιος ότι ξέρεις πώς να την αντιμετωπίσεις. Το ελληνικό πρόβλημα και τα οικονομικά δεδομένα που το επιδεινώνουν συνιστούν εντελώς νέα κατάσταση την οποία η Ελλάδα δεν έχει αντιμετωπίσει ποτέ στο παρελθόν. Οι παλιές χρεοκοπίες της οικονομίας είχαν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από αυτόν που απειλεί τη νέα, το 2010. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει ούτε τεχνογνωσία ούτε και επεξεργασμένη πολιτική. Και αυτό σε κάποιο βαθμό είναι και λογικό και φυσιολογικό. Ωστόσο οι πιέσεις που ασκούνται από την εκρηκτικότητα των άμεσων κα έμμεσων οικονομικών προβλημάτων είναι τόσο μεγάλες που δεν επιτρέπουν αναβολή αποφάσεων, καθυστερήσεις και παλινωδίες. Δυστυχώς όμως όλα αυτά συμβαίνουν με τη πολιτική της νέας κυβέρνησης. Αν εξαιρέσουμε τον πρωθυπουργό ο οποίος έχει επωμισθεί το μεγαλύτερο βάρος της αναστροφής του αρνητικού κλίματος που υπάρχει στο εξωτερικό για την ελληνική συμπεριφορά του παρελθόντος, πολλοί κλάδοι της κυβέρνησης λειτουργούν με αντιφατικότητα, αναποφασιστικότητα και αμηχανία.

Εδώ το πρωτείο του ενδιαφέροντος ασφαλώς το κρατάει το οικονομικό επιτελείο. Για να αντιμετωπίσει το οξύτατο ελληνικό πρόβλημα, δηλαδή τη χρεοκοπία των δημοσίων οικονομικών και τον επανορθολογισμό του αναπτυξιακού προτύπου, έχει προβεί σε πολλές περιττές εκτιμήσεις, σχολιασμούς και ερμηνείες και έχει εκδώσει ένα πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης. Αυτό το πρόγραμμα λοιπόν, για αυτούς που έχουν συντάξει ανάλογα στο παρελθόν, φαίνεται όχι μόνο πρόχειρο αλλά και ακατάλληλο για την προκειμένη περίπτωση. Και τούτο γιατί οι στόχοι που θέτει και τα μέτρα που υιοθετεί για την επίτευξη τους δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν ούτε ένα μικρό ποσοστό του δημοσιονομικού χάους.

Πρωταρχικά διακρίνεται μια αντίφαση. Ο μεν πρωθυπουργός χρησιμοποιεί τη πολιτική ορολογία του επείγοντος κινδύνου και πολύ σωστά, το δε ΠΣΑ, είναι τόσο ήπιο, ασταθές και αβέβαιο, ώστε να δείχνει πως οι εμπνευστές του το είδαν υπό το πρίσμα μιας συνηθισμένης ρουτίνας. Αφήνουμε στην άκρη το γεγονός ότι περιέχει και αριθμητικά λάθη. Για παράδειγμα ενώ ο στόχος είναι το έλλειμμα να μειωθεί στο 8,7% του ΑΕΠ, το 2010, δηλαδή κατά 4% από το υπάρχον, που σημαίνει περίπου 10 -12 δις ευρώ, τα μέτρα που περιέχονται στο πρώτο ΠΣΑ προβλέπουν εξοικονόμηση χρηματικών πόρων γύρω στα 3,315 δις.

Από μέτρα μόνιμου χαρακτήρα προβλέπει έσοδα αθροιστικά 2160 εκατ., από μέτρα προσωρινού χαρακτήρα άλλα 1200 εκατ., και από τη μείωση των δημοσίων δαπανών ένα επιπρόσθετο ποσό των 1825 εκατ., ευρώ. Με απλή αριθμητική και με την παραδοχή ότι αυτοί οι στόχοι θα επιτευχθούν επακριβώς, δηλαδή αν δεχθούμε το άριστο σενάριο, τότε από την αύξηση των εσόδων και τη μείωση των δαπανών θα επέλθει ένα ποσό της τάξεως των 6,515 εκατ., ευρώ.

Όμως έχει προϋπολογισθεί πως θα υπάρξει μια μικρή έστω αύξηση των χαμηλόμισθων, 3,000 προσλήψεις νοσηλευτών, ενισχύσεις ενός δις στην Παιδεία, κλπ, μέτρα που θα κοστίσουν περίπου 3,2 δις.

Αν αφαιρέσουμε τώρα αυτά τα τελευταία από τα εξοικονομηθέντα 6,515 εκ., τότε το ποσό που προκύπτει είναι 3,315 εκ., το οποίο ασφαλώς και δεν αντιστοιχεί στις τέσσερις μονάδες μείωσης του ελλείμματος ως προς το ΑΕΠ για το 2010. Χρειάζονται επί πλέον 6,685 δις τα οποία είναι υποχρεωμένη η κυβέρνηση να ανεύρει από τη θέσπιση και νέων μέτρων.

Κατά συνέπεια τα κλιμάκια της Ε. Ένωσης κλπ, ορθώς επικαλούνται ανακρίβειες και υπεραισιοδοξίες στο ΠΣΑ, και προτείνουν νέα μέτρα ύψους 5 δις.

Ένας ορθολογικός σχεδιασμός που θα εκπονείτο από ρεαλιστές οικονομολόγους δεν θα έπαιρνε υπ’ όψιν του το άριστο σενάριο. Και τώρα μάλιστα που πρόκειται για την Ελλάδα θα έπαιρνε υπ’ όψιν του το χειρότερο.

Και τούτο γιατί οι επιλογές οικονομικής πολιτικής εξαρτώνται από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Σε περιόδους κρίσης τα νοικοκυριά και τα άτομα δεν συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφέρονται σε περιόδους άνθησης.

Οι οικονομολόγοι την αλλαγή αυτή την έχουν «σκεπάσει» με τον όρο Ρικαρδιανή ισοδυναμία. (από το όνομα του μεγάλου οικονομολόγου Ντ. Ρικάρντο). Αυτό σημαίνει πως τα νοικοκυριά είναι έλλογες μονάδες οικονομικής δράσης και προσαρμόζουν ανάλογα τη συμπεριφορά τους. Όντας βρισκόμενοι σε συνθήκες αβεβαιότητας και κρίσης, θα περιορίσουν τη κατανάλωση τους προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις δυσμενείς επερχόμενες συνθήκες. Τίποτα πιο φυσικό. Ως έλλογα όντα μάλιστα θα προσπαθήσουν να αυξήσουν και τα εισοδήματα τους αυξάνοντας τις ώρες εργασίας τους αλλά εδώ συναντούν ένα ανελαστικό περιορισμό. Δεν υπάρχουν προσφερόμενες θέσεις εργασίας γιατί η ανεργία στις κρίσεις αυξάνεται.

Κατά συνέπεια οι υπολογισμοί μεγεθών στη κρίση δεν είναι χρήσιμο να γίνονται με παραδοχές και υποθέσεις που επικρατούν στην άνθηση. Απλώς δεν υλοποιούνται και δεν χαρακτηρίζονται από ρεαλισμό.

Μάλιστα θα πρέπει να προστεθεί και ο παράγοντας που συνδέεται με την εκτελεστική αποτελεσματικότητα των κρατικών υπηρεσιών. Όταν η μία απεργία διαδέχεται την άλλη και όταν οι κοινωνικές αναταραχές επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση τότε είναι αλήθεια πως η υπεραισιοδοξία μάλλον κάπως αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί.

Από αυτά και από άλλα, είναι βέβαιο πως ένα νέο πακέτο εξοικονόμησης πόρων βρίσκεται καθ’ οδόν. Όμως αν και αυτό βρίσκεται κάτω από τις αποδοχές των άριστων σεναρίων τότε είναι και πάλι βέβαιο πως θα χρειαστεί και ένα τρίτο περί τα μέσα του έτους, γιατί τα δύο πρώτα θα εκτελεστούν μερικώς. Ίσως και ένα τέταρτο και ούτω καθ’ εξής…