Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Η χρεοκοπία του 1893 και η σημερινή κρίση

Μπορεί η χρονική απόσταση να φαίνεται τεράστια αλλά δεν είναι. Οι πολιτικές δυνάμεις δείχνουν διαφορετικές αλλά μάλλον είναι παρόμοιες. Πάνω στον ιστορικό καμβά της Ελλάδας υφαίνονται τα ίδια και τα ίδια θέματα με ελάχιστες παραλλαγές που τα κάνουν ασχημότερα. Το ίδιο σκηνικό, οι ίδιοι ρόλοι και το ίδιο τέλος στο ιστορικό έργο. Αλλάζουν όμως οι πρωταγωνιστές.

Τρικούπης – Δεληγιάννης, Παπανδρέου – Καραμανλής.

Όπως και τώρα έτσι και τότε, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, είχαμε συσσώρευση χρεών και φυσικά όχι μόνο οικονομική αλλά πολυεπίπεδη πολιτική και πολιτισμική κρίση. Τα σημερινά δημόσια δάνεια / χρέη είναι, όπως επίσημα λέγεται, περίπου 300 δις ευρώ, ενώ τότε ήταν 823 εκατομμύρια χρυσές δραχμές ή 550 εκατομμύρια χρυσά γαλλικά φράγκα. Τα παρελθόντα δάνεια είχαν συναφθεί μεταξύ 1879 και 1890 και αντιπροσώπευαν μεγάλο ποσοστό στο ΑΕΠ όπως και τα σύγχρονα που είναι αποτέλεσμα επαναληπτικού δημόσιου χρέους των μεταπολεμικών δεκαετιών.

Τα επιτόκια δανεισμού τότε κυμαίνονταν μεταξύ 5,5 και 8,7% αλλά πάντως αρκετά υψηλότερα από το μέσο ευρωπαϊκό επιτόκιο που ήταν μεταξύ 3 και 4%. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σήμερα αποδεικνύοντας ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα για τολμηρούς παίκτες.

Οι κοινωνικές και εθνικές συνθήκες όμως μεταξύ των δύο περιόδων είναι διαφορετικές αν και ο αντίπαλος εξωτερικός εχθρός παραμένει πάντα να είναι η Τουρκία. Και οι οικονομικές συνθήκες είναι ασφαλώς ανόμοιες και οι διαφορές μεταξύ της αγροτικής φύσης της παραγωγής και της μεταπρατικής / μετακομιστικής φύσης των υπηρεσιών, είναι ευκρινώς ποιοτικές.

Επιπροσθέτως και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν για την άσκηση οικονομικής πολιτικής τότε ήταν διαφορετικά από αυτά που χρησιμοποιούνται σήμερα. Για παράδειγμα το εργαλείο της αναγκαστικής κυκλοφορίας χρήματος τότε επιστρατεύονταν όποτε υπήρχε ένα κοινωνικό ή εθνικό πρόβλημα. Κατόπιν αντλούνταν δάνεια για να αποτραβηχτεί το πληθωριστικό χρήμα από την κυκλοφορία και να εξασφαλισθεί ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός. Σήμερα αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει.

Για να αναπαρασταθεί η κατάσταση της περιόδου θα πρέπει να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας ορισμένα στοιχεία της πολιτικής ιστορίας.

Ο Δεληγιάννης όπως είναι γνωστό, δανείστηκε 52 εκατομμύρια χρυσά φράγκα για να καλύψει τις ανάγκες της επτάμηνης επιστράτευσης, το 1885, προκειμένου να απελευθερώσει τη Μακεδονία από τη Τουρκία, αλλά ποτέ δεν το έκανε λόγω της απαγορευτικής παρεμβολής των μεγάλων δυνάμεων, εκτός της Γαλλίας. Ο Τρικούπης ως αντιπολίτευση συμπορεύονταν με τη κυβέρνηση για το συμφέρον της πατρίδας. Ο Δεληγιάννης παραιτείται το 1886 «ηρωϊκά» και μετά από τις παρένθετες κυβερνήσεις του Παπαμιχαλόπουλου και του Βάλβη, την διακυβέρνηση αναλαμβάνει ο Τρικούπης. Μέχρι το 1890 που κυβερνά έχει αυξήσει το δημόσιο χρέος και παράλληλα τους εισαγωγικούς δασμούς, κυρίως στα σιτηρά, με αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών και τη πτώση του βιοτικού επιπέδου. Στις εκλογές του 1890 καταψηφίζεται και επανέρχεται ο Δεληγιάννης ο οποίος ενώ ως αντιπολίτευση κατακεραύνωνε τη πολιτική του Τρικούπη ως κυβέρνηση εφάρμοσε την ίδια πολιτική αλλά με μεγαλύτερη οξύτητα. Ο εξωτερικός δανεισμός εκτοξεύθηκε στα ύψη και ο Τρικούπης το 1892 επανέρχεται στη κυβέρνηση. Τον επόμενο χρόνο, στις 10/12/1893, κηρύσσει πτώχευση.

Τα δάνεια εκείνης της εποχής ήταν συνυφασμένα με εντελώς διαφορετικούς στόχους από αυτούς που εξυπηρετούν τα σημερινά. Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε πως ένα μέρος τους χρηματοδοτούσε τις κατασκευές των δρόμων και των σιδηροδρόμων, ένα άλλο μέρος τις εθνικές πολεμικές ανάγκες και τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς και ένα τρίτο μέρος χρηματοδοτούσε τα τοκοχρεολύσια των προηγούμενων δανείων. Όσο και αν πολλοί ιστορικοί κατακρίνουν αυτού του είδους τη πολιτική ωστόσο άλλοι τόσοι την επαινούν γιατί η φτωχή Ελλάδα έπρεπε να αποκτήσει δίκτυα εμπορικών μεταφορών προκειμένου να εισέλθει στη φάση της βιομηχανικής αναπτύξεως.

Τα σημερινά δάνεια από την άλλη χρηματοδότησαν ένα υπερβολικά μακροσκελή κύκλο κατανάλωσης, σχεδόν παρανοϊκής μορφής, και ένα πολιτικό σύστημα αυξανόμενων πελατιακών / πατερναλιστικών σχέσεων, σε βάρος των παραγωγικών δομών και της παραγωγικότητας που θα οδηγήσει όπως φαίνεται σε μια κατάσταση αυτοτροφοδοτούμενης μη ελεγχόμενης και ανεπιθύμητης ύφεσης.

Την εποχή του Τρικούπη ο πληθυσμός της Ελλάδας έφτανε δεν έφτανε τα δύο εκατομμύρια και τα σύνορα μόλις ανέβαιναν μέχρι τη Λάρισα. Η προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 απωλέσθει πρόσκαιρα με την νίκη των Τούρκων στο σύντομο πόλεμο του 1897. Αυτό είχε ως συνέπεια την επιβολή πολεμικών αποζημιώσεων προς τους Τούρκους περί των 95εκατ., χρυσών φράγκων. Αυτοί οι λιγοστοί Έλληνες κατάφεραν μετά από πραγματικά αιματηρές θυσίες να μειώσουν δραστικά το εξωτερικό χρέος πληρώνοντας 389.157,318 φράγκα., μεταξύ του 1879 και 1900 και μάλιστα να εμφανίσουν ένα πλεόνασμα στους κρατικούς λογαριασμούς περί των 28 εκατομμυρίων χρυσών δραχμών. Για να συμβεί αυτό όμως επεβλήθησαν αυξημένοι συντελεστές φορολογίας και υψηλοί εισαγωγικοί δασμοί. Η χρονική διάρκεια της αποπληρωμής έφθασε τα 18 χρόνια, εν μέσω εθνικών και πολιτικών αναταραχών, ενώ το τίμημα ήταν πτώση του ήδη χαμηλού βιοτικού επιπέδου κατά 50%.

Η όλη διαδικασία της αποπληρωμής καθοδηγήθηκε φυσικά από τους ξένους πιστωτές. Επιτροπή υπό τον οικονομολόγο Εδουάρδο Λω, ήλεγξε την αποτελεσματικότητα σκληρών μέτρων, που μπροστά τους αυτά του ΔΝΤ και της Ε. Επιτροπής θεωρούνται πουπουλένιας βαρύτητας, επιβλέποντας μάλιστα και την διαδικασία της εφαρμογής τους. Μάλιστα αφού ο λόρδος αξιολόγησε θετικά την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, η Αγγλία προσέφερε δάνειο 3,500,00 στερλινών στην ελληνική κυβέρνηση.

Ωστόσο η δανειακή εξάρτηση από το εξωτερικό αναγκάζει πολλούς σύγχρονους ιστορικούς, όπως ο Βουρνάς, να ισχυριστούν «πως η Ελλάδα με τον έλεγχο έμπαινε επίσημα σε κατάσταση εξάρτησης από το ξένο κεφάλαιο».[1]

Ο έλεγχος του 1897 για την αποπληρωμή του εξωτερικούς χρέους εκχώρησε στους πιστωτές α) τις προσόδους από όλα τα μονοπώλια, ήτοι καπνού, άλατος, πετρελαίου, παιχνιδοχάρτου, κλπ, και τα τέλη χαρτοσήμου δηλαδή 28.900,000 το χρόνο, 2) τους δασμούς του τελωνείου Πειραιά που έφταναν περίπου τα 10.700,000 δραχμές.

Επί πλέον επιβλήθηκαν φόροι επί των Ελλήνων για την αντιμετώπιση του δημοσίου ελλείμματος. Όπως τονίζουν συγγραφείς όπως ο Ανδρεάδης, ο Αγγελόπουλος[2] κ.α., οι φόροι το 1875 ήταν 24 εκατ., αυξήθηκαν σε 41,5 εκ., το 1882, σε 64 το 1887, σε 75,2 το 1892 και σε 86,2 το 1893. Το 1897 έφθασαν τα 120 εκατομμύρια.

Το κατά κεφαλή χρέος ήταν 412 χρυσές δραχμές και το συνολικό έφθανε τα 823.252,000. Το 1900 το δημόσιο χρέος κατέβηκε στα 37.319,549 δραχμές.

Αξίζει νομίζω να δούμε αναλυτικότερα τα δάνεια που συνήψε η Ελλάδα εκείνη την εποχή γιατί έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα τις ανάγκες που αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία.

Ø Ένα δάνειο του 1879, ύψους 60 εκ., φράγκων για να καλυφθεί και να αποσυρθεί η αναγκαστική κυκλοφορία χρήματος με επιτόκιο 8,19%.

Ø Δάνειο ύψους 120 εκατ., φράγκων για να καλυφθούν οι επείγουσες ανάγκες της χώρας, το 1881. Το επιτόκιο δανεισμού ήταν 7,35%.

Ø Δάνειο το 1884 ύψους 100 εκατ., φράγκων για τη κατασκευή σιδηροδρόμων με επιτόκιο 7,16%. Ως εγγυήσεις τέθηκαν τα έσοδα από τα τελωνεία του Βόλου και της Άρτας και τα πλεονάσματα από τα τελωνεία του Πειραιά, του Κατακώλου, της Κεφαλληνίας και της Καλαμάτας.

Ø Δάνειο το 1887 ύψους 135 εκατ., φράγκων για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού και την εξυπηρέτηση προηγούμενων δανείων. Επιτόκιο δανεισμού 6%. Εκτός από τις κανονικές εγγυήσεις οι πιστωτές δημιούργησαν επιτροπή ελέγχου για τη επίβλεψη των όρων του δανείου και τη συγκέντρωση των προσόδων. (επιτροπή Λω).

Ø Δάνειο 155 εκ., για τη πληρωμή του δανείου του 1879 και την αποπληρωμή των σιδηροδρομικών εταιριών, με επιτόκιο 5,75%.

Ø Δάνειο 89 εκατ., το 1890-91, για τη κατασκευή του σιδηροδρόμου Πειραιά – Λάρισας με επιτόκιο 5,7%. Ως εγγύηση δόθηκαν οι εισπράξεις από την εκμετάλλευση των γραμμών. [3]

Τα δάνεια αυτά κατά κατηγορία τώρα, ήταν αναγκαία για την αποπληρωμή των μικρών υπολοίπων δανείων της επαναστατικής περιόδου, της κατασκευής έργων οδοποιίας και σιδηροδρόμων, της κάλυψης των δημοσίων ελλειμμάτων που προέκυψαν από επιστρατεύσεις, τις πολεμικές αποζημιώσεις προς τη Τουρκία, των στρατιωτικών εξοπλισμών και των ανισορροπιών στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών.

Οι πιστωτές της Ελλάδας ήταν τότε η Harmbo του Λονδίνου, η Bank de Paris (του Βλαστού), η Brleishrober του Βερολίνου και η Τράπεζα της Κωνσταντινούπολις του Συγγρού.

Το συνηθισμένο επιτόκιο δανεισμού, όπως είπαμε, των ευρωπαϊκών χωρών ήταν 2,5 -4% χαμηλότερο από αυτό που δανείζονταν η Ελλάδα. Μετά τη θετική αξιολόγηση όμως της επιτροπής ελέγχου του Λω τα spreads μειώθηκαν στο κανονικό επίπεδο. Ως προς αυτό το θέμα οι διεθνείς μηχανισμοί δανεισμού παραμένουν μάλλον οι ίδιοι εκτός από τους φορείς αξιολόγησης. Τότε τα κράτη αξιολογούνταν όχι τόσο από τις αγορές και ιδιωτικούς πιστωτικούς οργανισμούς αλλά από κρατικές επιτροπές και υπηρεσίες.

Το συνολικό ύψος των δανείων, αυτής της δεκαετίας, έφθασε τα 550 εκατ., χρυσά φράγκα αλλά αν αφαιρέσουμε τις αμοιβές ενδιαμέσων, τις προμήθειες, κλπ, το καθαρό ποσό που εισήλθε στην Ελλάδα ήταν 458.622,000 εκατομμύρια.

Αν εξαιρέσουμε το ποσό των δανείων που αξιοποιήθηκε παραγωγικά, το υπόλοιπο κάλυψε δαπάνες εξυπηρέτησης προηγούμενων δανείων, πολεμικών αποζημιώσεων και ένα είδος πολιτικής των κυβερνήσεων του Τρικούπη και Δεληγιάννη που αναφέρονταν σε πελατειακές εξυπηρετήσεις. Και τότε ακόμα, όπως αναφέρουν σύγχρονοι συγγραφείς σαν τον Μουζέλη και Τσουκαλά, ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων ήταν 7 φορές μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο των ευρωπαϊκών κρατών.

Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους είχαν και έχουν άμεση σχέση με τη συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος. Σήμερα το ελληνικό ευρώ αξίζει πολύ λιγότερο από το γερμανικό ευρώ. Τότε, το 1893, η συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής σε σχέση με το χρυσό είχε υποτιμηθεί κατά 60%. Αυτό σημαίνει πως μεγάλο μέρος των δημοσίων εσόδων κατευθύνονταν προς την εξυπηρέτηση του χρέους. Γιατί όμως είχε υποτιμηθεί η δραχμή κατά 60% όπως λένε οι μελετητές εκείνη την εποχή;. Οι αιτίες βρίσκονται στη κρίση της σταφίδας. Οι εξαγωγές της σταφίδας κάλυπταν το 75% των συνολικών εξαγωγών της χώρας. Δηλαδή η Ελλάδα έπαιρνε το 75% του συναλλάγματος της σε χρυσό από τις εξαγωγές σταφίδας με τον οποίο αποπλήρωνε τα δάνεια της τα οποία είχαν συναφθεί επίσης σε χρυσό. Συνεπώς κάθε μείωση των εξαγωγών σταφίδας είχε άμεση επίπτωση στην συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής. Η υποτίμηση ήταν αυτόματος μηχανισμός και οι δαπάνες εξυπηρέτησης μεγάλωναν. Ο βασικός εισαγωγέας της ελληνικής σταφίδας ήταν η Γαλλία. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1870, όπως αναφέρουν οι πηγές της εποχής, η φυλλοξήρα κατέστρεψε μαζικά τους αμπελώνες της Γαλλίας και έτσι σταδιακά εκτινάχθηκαν οι εισαγωγές σταφίδας. Μεγάλο μέρος αυτών των εισαγωγών προέρχονταν από την Ελλάδα. Η παραγωγή σταφίδας είχε αντίστοιχη κίνηση προς τα πάνω στην Ελλάδα και περίπου 500,000 στρέμματα καλλιεργούνταν για αυτό το σκοπό. Όπως είναι φυσικό και η τιμή είχε αυξηθεί λόγω της αυξημένης ζήτησης. Η τιμή του τόνου ήταν στα 21 σελίνια. Η κατάσταση όμως στη Γαλλία μετά από μερικά χρόνια αντιμετωπίστηκε και οι ελληνικές εξαγωγές σταφίδας έπεσαν κατακόρυφα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του χρυσού και τη συνακόλουθη μείωση της αξίας του νομίσματος.

Η τιμή του τόνου κατρακύλησε στα 6 σελίνια και η υποτίμηση σε σχέση με το χρυσό έφθασε το 60%. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι το 50% των δημοσίων εξόδων κάλυπτε τις ανάγκες του δημοσίου χρέους. Και σήμερα γύρω στο 50% των δημοσίων δαπανών καλύπτουν τις ανάγκες εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.

Οι αιτίες της πτώχευσης του 1893 δεν ήταν μόνο χρηματοοικονομικές ή δημοσιονομικές. Ήταν ασφαλώς και αντανάκλαση της κρίσης υπερπαραγωγής. Το μοντέλο που συνδέει τους δύο τομείς, χρηματοοικονομικό και παραγωγικό, στην οικονομική θεωρία είναι το (IS-LM). Και μας αποκαλύπτει πως όταν ένα είδος ανισορροπίας εμφανίζεται σε κάποιον απ’ αυτούς τότε οι επιπτώσεις είναι άμεσες και στον άλλον.

Το 1893 η παραγωγή σταφίδας έφθασε τους 165,000 τόνους. Το μεγαλύτερο μέρος έμεινε αδιάθετο δημιουργώντας οδυνηρές συνέπειες στους παραγωγούς. Πολλοί απ’ αυτούς έγιναν πάμφτωχοι.

Τελικά οι όροι που επεβλήθησαν από τους πιστωτές ήταν πράγματι σκληροί και συνέπεσαν μάλιστα με την εκδήλωση μεγάλων εθνικών γεγονότων. Το 1895 -96 άρχισαν οι εχθροπραξίες στη Κρήτη με αφορμή την κατάργηση της περιορισμένης διοικητικής αυτονομίας της νήσου από την Πύλη. Το 1897 ξεσπά πόλεμος με τη Τουρκία ο οποίος είχε καταλήξει σε οδυνηρά αποτελέσματα αφού οι Τούρκοι έφθασαν μέχρι τη Λαμία επανακτώντας τα Τρίκαλα, τη Καρδίτσα, τη Λάρισα, το Βόλο, τη Δομοκό, που είχαν προσαρτιστεί το 1881. Ο πόλεμος διήρκεσε από τις 4 Απριλίου έως τις 7 Μαίου αλλά ήταν αρκετός για να αποδείξει την δεινή κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο ελληνικός στρατός και να επιφέρει πρόσθετες δαπάνες 95 εκ., στη χώρα. Χαρακτηρίστηκε από τους ιστορικούς ως ανεύθυνη και επιπόλαια πράξη του Δεληγιάννη και σταμάτησε με την επέμβαση του Τσάρου της Ρωσίας.

Η κρίση του χρέους και της παραγωγής τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, έφεραν μεγάλες αναστατώσεις στο πολιτικό σύστημα της εποχής που έχασε την ισορροπία του έτσι ώστε ούτε οι συνεχείς εναλλαγές βραχύβιων κυβερνήσεων κατάφεραν να την αποκαταστήσουν. Οι επεμβάσεις του βασιλιά Γεωργίου επιδείνωσαν τη κατάσταση και μόνο οι μεγάλοι φόροι που επεβλήθησαν δηλαδή η ανάληψη των βαρών για την εξόφληση του χρέους από το λαό ξέπλυνε για άλλη μια φορά τα λάθη των πολιτικών. Λίγο μετά όμως ήρθε το 1909.

Η σημερινή κατάσταση είναι διαφορετική αν και πολλές πλευρές των δύο περιόδων δείχνει να ομοιάζουν. Η πολυπλοκότητα στο διεθνές σκηνικό είναι μεγαλύτερη και η αλληλεξάρτηση των ευρωπαϊκών χωρών πυκνότερη. Και τώρα όμως ο διεθνής έλεγχος των πιστωτών είναι απαιτητός και απειλεί την εθνική ανεξαρτησία της χώρας. Ευτυχώς τα εκκρεμούντα εθνικά θέματα βρίσκονται εκτός εξάρσεως και μακάρι να παραμείνουν σ’ αυτή τη κατάσταση.

Εκείνο όμως που είναι απολύτως κοινό ανάμεσα στις δύο περιόδους είναι πως ο ελληνικός λαός, μέσω της υψηλής φορολογίας, θα πληρώσει τον υπέρογκο λογαριασμό που «έκαναν» οι πολιτικοί τη τελευταία δεκαετία. Το βιοτικό επίπεδο θα μειωθεί αλλά ελπίζουμε προς χάριν μιας νέας αφετηρίας αναπτυξιακής περιόδου και πάντως όχι κατά το ήμισυ. Όπως τότε ο 19ος αιώνας έκλεισε με την εισαγωγή της Ελλάδας στη περίοδο ενός τύπου ιδιόμορφου αστισμού, έτσι και τώρα οφείλει να αποδομήσει αυτόν τον εκμαυλισμένο πλέον τύπο και να αγωνισθεί για την καθιέρωση ενός νέου που στηρίζεται στην παραγωγική εργασία, την αξιοκρατία και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα.

Το νέο αυτό μοντέλο πάντως δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα αν υποκινηθεί μόνο από τη κορυφή και χωρίς τη ενεργό συμμετοχή φορέων και ατόμων.

Δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο με τη ψήφιση νόμων και χωρίς την ικανότητα εφαρμογής τους, ή την ικανοποίηση του αισθήματος κοινωνικής δικαιοσύνης. Γιατί η πολιτική δεν είναι επικοινωνία αλλά πράξη αλλά και η πράξη δεν είναι «ψηφίζω νόμους με πλειοψηφία». Είναι η στρατηγική ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας, με εναρμονισμένα μέσα και στόχους που επαναφέρουν την κοινωνική ιεραρχία και την κοινωνική αλληλεγγύη.

Δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα αν δεν στηρίζεται στην κοινωνική ωριμότητα και την άσκηση μιας νέας πολιτικής τεχνολογίας μακριά από την συμβιβαστική εξισορρόπηση παραδοσιακών συμφερόντων.


[1] Η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, σελ 556.

[2] Εθνικά δάνεια και ελληνική δημόσια οικονομία, στα Έργα, τόμος 3ος. Ανδρεάδη.

Αι ανώνυμοι Εταιρείαι εν Ελλάδι, - Αγγελόπουλου.

[3] Λεβαντής: The Greek foreign dept 1821 -1897, pag. 55

Ανδρεάδης : Τα εθνικά δάνεια και η Ελληνική δημόσια οικονομία, Τόμος 2ος , σελ. 368 -9.

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗ ΚΡΙΣΗ

Δεν υπάρχει προηγούμενη εμπειρία ιστορικά ανάλογη με τη σημερινή κρίση χρέους που αντιμετωπίζει η χώρα. Βέβαια η κρίση πτώχευσης του 1893 ήταν μια ιστορία που αφορούσε τις συνολικές εθνικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής και κυρίως τις σχέσεις δανεισμού μεταξύ των κρατών και όχι το δανεισμό από τις λεγόμενες αγορές. Αυτές οι τελευταίες έχουν σήμερα σε μεγάλο βαθμό αυτονομηθεί από κάθε ρυθμιστικό έλεγχο και επί πλέον έχουν καταφέρει το αντίθετο. Δηλαδή έχουν καταφέρει να επιβάλλουν το δικό τους έλεγχο επί κρατών και κυβερνήσεων.

Επανειλημμένα έχει τονισθεί πως έχει τρωθεί η ελληνική αξιοπιστία και ότι αυτός είναι ο λόγος που τα επιτόκια δανεισμού από τις αγορές έχουν πετάξει στα ύψη. Οι Έλληνες δεν είναι πια αξιόπιστοι και ο κίνδυνος μη επιστροφής των δανεικών είναι πολύ μεγάλος. Η πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων είναι τεράστιες. Εντάξει, ας υποθέσουμε πως αυτή η εκτίμηση είναι σωστή. Το εξωτερικό δημόσιο χρέος είναι τόσο μεγάλο που οι οικονομικές δομές δεν θα αντέξουν τις δαπάνες εξυπηρέτησης του.

Η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης ήταν να προσφύγει στη χρησιμοποίηση του μικτού μηχανισμού διάσωσης. Ζητάει ένα νέο δάνειο ύψους 120 δις από τον μηχανισμό για να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της τα επόμενα τρία χρόνια. Το επιτόκιο είναι ασυνήθιστα υψηλό για τους πιστωτές και συνεπώς ικανοποιητικά κερδοφόρο γι’ αυτούς.

Η ερώτηση που τίθεται είναι αν υπήρχε μια άλλη λύση. Ένας άλλος συνδυασμός των πολιτικών αντιμετώπισης των δανειακών αναγκών. Η απάντηση είναι πως υπήρχε. Μια λύση που ταυτόχρονα θα αποδείκνυε σε όλους πως οι Έλληνες μπορούν και ξέρουν να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους και πως το έλλειμμα αξιοπιστίας που τους χρεώνεται δεν είναι βάσιμο.

Θα αποδείκνυαν πως όσο υπερβολικοί μπορεί να είναι στις εύκολες περιόδους άλλο τόσο μπορεί να είναι και στις δύσκολες. Διακριτικά τη λύση αυτή θα την ονομάζαμε Μεγάλη Εθνική Συμφωνία. Η βάση της είναι ένας συνδυασμός εξωτερικού και εσωτερικού δανεισμού. Περιλαμβάνει δε δύο σκέλη. Το πρώτο είναι η πολιτική θέληση για μερική στροφή από τον εξωτερικό στον εσωτερικό δανεισμό και το δεύτερο συνίσταται από την μετατροπή του βραχυπρόθεσμου σε μεσομακρόπροθεσμο. Αφού οι Έλληνες έχουν δανεισθεί τόσο μεγάλα ποσά οι Έλληνες και όχι οι ξένοι μηχανισμοί είναι αυτοί που οφείλουν να τα εξοφλήσουν. Αυτό είναι το σωστό, το ηθικό και το εθνικά αξιοπρεπές. Η στροφή προς τον εσωτερικό δανεισμό δεν αφορά την έκδοση εθνικού ομολόγου γιατί αυτό ενδεχομένως να δημιουργούσε πρόβλημα στη τραπεζική ρευστότητα. Αφορά στην διακράτηση ρευστού κεφαλαίου στον παρόντα χρόνο από τα κρατικά έσοδα του προϋπολογισμού και διοχέτευση του προς την εξόφληση του επικείμενου κρατικού ομολόγου που λήγει στις 19 Μαίου αλλά και των επόμενων. Τα κεφάλαια αυτά θα διακρατηθούν από τους μισθούς και συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων και στελεχών των μεγάλων επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της εφαρμογής της Μεγάλης Εθνικής Συμφωνίας, που αντί ρευστού όμως θα τους δοθεί ένα κρατικό ομόλογο πενταετούς ή άλλης διάρκειας. Με το τρόπο αυτό ούτε περικοπές του 13ου και 14ου μισθού θα είχαμε με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη πλευρά της ζήτησης ούτε βάσιμες απειλές για τη κοινωνική συνοχή θα αντιμετωπίζαμε. Το κρατικό ομόλογο θα ήταν ουσιαστικά ένα είδους μεταχρονολόγησης μέρους των μισθών και συντάξεων από το παρών στο εγγύς μέλλον και τότε που η οικονομία θα βρισκόταν στο κύκλο της ανάκαμψης και ανάπτυξης. Οι μισθωτοί θα έχαναν ένα μέρος των ρευστών διαθεσίμων τώρα αλλά θα το έπαιρναν πίσω και μάλιστα με ένα κάποιο τόκο στα επόμενα χρόνια. Ουσιαστικά θα ετίθετο σε λειτουργία ένας μηχανισμός μεταφοράς πόρων από την τρέχουσα κατανάλωση στην αποταμίευση και επένδυση με βέβαιες ευεργετικές συνέπειες για το σύνολο της οικονομίας. Το ύψος της διακράτησης των μισθωτών αμοιβών θα ήταν της τάξης του 30% ενδεχομένως, ή εκεί κοντά, αλλά δεν θα ήταν οριστική απώλεια εισοδήματος. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και στον ιδιωτικό τομέα με τη διαφορά ότι η διακράτηση μέρους των μισθών και μερισμάτων θα οδηγούσε απ’ ευθείας σε επενδύσεις από τις επιχειρήσεις οι οποίες θα δημιουργούσαν νέες θέσεις εργασίας. Στο διάστημα αυτό των πέντε χρόνων η κυβέρνηση θα είχε άπλετη χρονική ελευθερία να προχωρήσει στην εφαρμογή πολιτικής ριζικών αλλαγών όπως τις έχει σχεδιάσει με πρώτη τη δραστική μείωση του εύρους του δημοσίου τομέα. Είναι βέβαιο πως με σωστή επεξεργασία διαλόγου ανάμεσα στη κυβέρνηση και τις κοινωνικές ομάδες, το σχέδιο θα απολάμβανε αποδοχής γιατί οι Έλληνες είναι και φιλότιμοι και πατριώτες.

Το ποσό που θα εξοικονομούσε η κυβέρνηση με αυτό το τρόπο δεν θα ήταν αρκετά υψηλό ώστε να καλύψει τις δανειακές υποχρεώσεις της αλλά θα τις περιέκοβε δραστικά. Έτσι και το ποσό διάσωσης από τον μικτό μηχανισμό θα ήταν κατά πολύ χαμηλότερο και ως εκ τούτου οι πιέσεις ελαφρύτερες. Ο χρόνος που απεγνωσμένα αναζητάει δεν θα της παρέχονταν από ένα νέο εξωτερικό δάνειο που το συνοδεύουν εξευτελιστικά σχόλια αλλά από τους ίδιους τους Έλληνες που στο κάτω κάτω αυτοί ήταν που λίγο ή πολύ απόλαυσαν τις δανειακές εισροές των παρελθόντων χρόνων. Τα ομόλογα δε αυτά θα μπορούσαν να στηρίζονται σε ρήτρα δημοσίων ακινήτων για να είναι ασφαλέστερα.

Είναι φανερό πως η πρόταση αυτή επιζητά περαιτέρω τεχνική επεξεργασία η οποία μάλλον αποτελεί και το πιο εύκολο μέρος της. Εκείνο που θεωρείται δυσκολότερο είναι η λήψη μιας ανάλογης πολιτικής απόφασης.

Αλλά αν γίνονται φανερά τα πλεονεκτήματα αυτής της πολιτικής ίσως προστεθούν και άλλα αν αναλυθεί μέχρι τις τελευταίες λεπτομέρειες της.

Αποτροπή της αναδιαπραγμάτευσης, αποτροπή της στάσης πληρωμών, αποφυγή της οικονομικής και ίσως εθνικής εξάρτησης, διατήρηση του εισοδήματος μεσομακροπρόθεσμα και επιστροφή της φερεγγυότητας.

Εκείνο που δεν ξέρω είναι αν για την εφαρμογή μιας ανάλογης πολιτικής, απαιτείται «ειδική άδεια» από την Ευρωπαική Ένωση. Αλλά γιατί όχι αφού οι διάφοροι πιστωτές θα πληρωθούν κανονικά στη λήξη των ομολόγων.

Θα πρέπει βέβαια να τονίσω πως μια ανάλογη πολιτική είναι εφικτή μόνο αν η κυβέρνηση ακολουθούσε ταυτόχρονα και μια αποφασιστική πολιτική τιμωρίας των υπευθύνων για τον εκτροχιασμό του χρέους και του εσωτερικού κρατικού ελλείμματος. Και τούτο γιατί η αποκατάσταση του αισθήματος δικαιοσύνης στη κοινωνική συνείδηση είναι αναγκαίος όρος για την αποτελεσματική εφαρμογή τέτοιων πολιτικών. Στην ερώτηση αν μια ανάλογη πολιτική έχει εφαρμοσθεί σε άλλες χώρες, η απάντηση είναι πως ναι έχουν εφαρμοσθεί παραλλαγές της, στις υπό μετάβαση χώρες και στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας στη κρίση του 1997-8.

Σε ό,τι αφορά τις διαρθρωτικές αλλαγές είναι αρκετά ικανοποιητικές αυτές που προγραμματίζονται αρκεί να εφαρμοσθούν έγκαιρα και απαρέγκλιτα.

Τώρα θα πρέπει να δώσουμε μερικές προτάσεις για την αναπτυξιακή πολιτική. Αυτή ακόμα δεν έχει δει το φως της δημοσιότητας αλλά αν κινηθεί στα γνωστά παραδοσιακά πλαίσια των επιδοτήσεων και των φορολογικών διευθετήσεων μάλλον θα αποβεί άκαρπη. Εκείνο που απαιτείται είναι φαντασία και θεσμική καινοτομία.

Παίρνουμε ως δεδομένο πως απαιτούνται άμεσες εγχώριες και ξένες επενδύσεις για να προκύψουν θετικά πρόσημα στην ακαθάριστη εθνική παραγωγή. Όμως το τείχος των κρατικών αγκυλώσεων και η υψηλή φορολογία είναι αξεπέραστο. Τι θα πρέπει να γίνει; Εκτός από την εκκαθάριση των κρατικών εμποδίων η οποία θα απαιτήσει χρόνο, η κυβέρνηση οφείλει να εξετάσει τρεις δομικές αναπτυξιακές θεσμικές παρεμβάσεις.

Η πρώτη αφορά στη δημιουργία ζωνών ελεύθερου εμπορίου (free trade zone) σε επιλεγμένες περιοχές της χώρας, στη βάση της παροχής προνομίων σε όσες επιχειρήσεις εγκατασταθούν στο εσωτερικό τους, η δεύτερη αφορά στη δημιουργία διασυνοριακής ζώνης παραγωγής εμπορευμάτων και υπηρεσιών, στη βόρειο Ελλάδα και σε σύμπραξη με τις συνορεύουσες χώρες, κατά το πρότυπο των Μαγκουιλατόρας του Μεξικού και των ΗΠΑ, και η τρίτη αφορά στη δημιουργία Πάρκων τεχνολογίας, έρευνας και καινοτομίας σε επιλεγμένες και πάλι περιοχές. Οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι που θα επιλέξουν να εγκατασταθούν στο εσωτερικό αυτών των ζωνών, θα καρπωθούν ειδικά φορολογικά, εισοδηματικά και κοινωνικά προνόμια που θα κινητοποιούν τον μηχανισμό της προσελκυστικότητας των επενδύσεων, ξένων και εγχωρίων. Είναι αναγκαίο να θεσμοθετηθούν μηχανισμοί που θα υποκινούν ένα ενάρετο κύκλο ενδογενούς τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης.

Οι προτάσεις αυτές είναι απλώς οι προβεβλημένες γωνίες ενός πολυεδρικού αναπτυξιακού εθνικού σχεδίου το οποίο στηρίζεται στη αναπτυξιακή θεωρία των πόλων.

Σε κάθε αναπτυγμένη χώρα ή περιοχή του πλανήτη, η ανάπτυξη δεν είναι ένα αποτέλεσμα που προέκυψε αυθόρμητα και ευκαιριακά. Ούτε επί τη δράσει των τυφλών δυνάμεων της αγοράς όπως πίστευαν οι κυβερνήσεις του λεγόμενου εκσυγχρονισμού και της «επανίδρυσης του κράτους». Σχεδιάσθηκε, οργανώθηκε, επιλέχθηκε το κατάλληλο μοντέλο, και εφαρμόσθηκε επιτυχώς. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν συμβαίνει τίποτα απ’ αυτά για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί δεν υπήρχε η σχετική πολιτική βούληση και ο δεύτερος γιατί απουσιάζει η σχετική τεχνογνωσία και παράδοση. Έτσι επαληθεύτηκε ο αρχή του Gunnar Myrdal για την κυκλική σωρευτική αιτιότητα, που με απλά λόγια σημαίνει πως οι ακμάζουσες περιοχές απορροφούν τους υλικούς και ανθρώπινους πόρους των αδύναμων τις οποίες και μετατρέπουν σε ανύπαρκτες. Δεν είναι τυχαίο πως στην Ελλάδα οι μισές από τις υπάρχουσες δεκατρείς περιφέρειες θεωρούνται ανύπαρκτες οικονομικά. Το 84% της δημιουργίας του ΑΕΠ συγκροτείται με τη συνδρομή πέντε περιφερειών. Μόνο στις πρώτες κυβερνήσεις του Α. Παπανδρέου, επιχειρήθηκε η κλαδική ανάλυση της οικονομίας και η ανάλογη εφαρμογή κλαδικής πολιτικής αλλά δυστυχώς πολύ γρήγορα αυτά τα σχέδια εγκαταλείφθηκαν.

Το ίδιο φαινόμενο της ασύμμετρης διάταξης στη χώρα συναντάμε και στο επίπεδο των οικονομικών κλάδων. Σε πολλές από τις ελληνικές περιφέρειες ο τομέας της αγροτικής παραγωγής βρίσκεται μεταξύ του 40 και 55%, ως προς την απασχόληση ενώ μεγάλη είναι και η διαφοροποίηση ως προς τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Η ίδια ασυμμετρία υπάρχει και στη διάταξη του μορφωτικού επιπέδου. Είναι αναντίρρητο γεγονός ότι οι κάτοχοι υψηλών μορφωτικών και επαγγελματικών δεξιοτήτων συγκεντρώνονται στη περιοχή της πρωτεύουσας και λιγότερο της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα τη πρόκληση αυτοτροφοδοτούμενων αναπτυξιακών ανισοτήτων. Σε αρκετές περιφέρειες, ο πληθυσμός με εκπαίδευση πρωτοβάθμιου επιπέδου ξεπερνάει το 50%. Για παράδειγμα στην Αν. Μακεδονία και Θράκη το ποσοστό είναι 54%, στην Θεσσαλία είναι 52,2%, στα Ιόνια Νησιά είναι 57,6%, στη Δ. Ελλάδα 54,8%, στην Ήπειρο 52% και στη Πελοπόννησο 50,4%. Αν προστεθεί και το ποσοστό των αναλφαβήτων η εικόνα γίνεται ακόμα πιο γκρίζα.

Σε ό,τι αφορά στις επενδύσεις, πέντε μόνο περιφέρειες ( η Αττική, η κ. Μακεδονία, η Θεσσαλία, η Στ. Ελλάδα και η αν. Μακεδονία και Θράκη,) απορροφούν το 86% του συνόλου.

Όσο για τη προστιθέμενη αξία της ακαθάριστης παραγωγής τρεις μόνο περιφέρειες παράγουν το 75% της συνολικής, (Αττική, Κ. Μακεδονία και ΣΤ. Ελλάδα).

Οι περιφερειακές και εισοδηματικές ανισότητες στη χώρα είναι τεράστιες και αυτό προκαλεί με τη σειρά του υποαποδόσεις στις κεφαλαιακές επενδύσεις παγίου και αναποτελεσματικότητα στις κρατικές δαπάνες.

Όλα αυτά τα θέματα αλλά και πολλά ακόμα, όπως η ποιότητα του εργατικού δυναμικού, ποτέ δεν αντιμετωπίστηκαν σοβαρά, συστηματικά και επιστημονικά από το ελληνικό πολιτικό σύστημα ή και τα πανεπιστήμια. Αυτά αποτελούν και τις δομικές αγκυλώσεις μιας κοινωνίας που τη χαρακτηρίζει η δυαδικότητα (duality) της καθυστέρησης. Ένα υπέρ «αναπτυγμένο» κέντρο και μια υπό ανάπτυκτη ενδοχώρα.

Αντίθετα εκείνο που κυριάρχησε ήταν ένας πολιτικαντισμός της ευκαιρίας, μια απονεύρωση περιεχομένων και νοημάτων, γενικότητα στόχων και αοριστία μέσων, ώστε να μη καθίσταται εφικτός ο έλεγχος, αντισταθμιστική παροχολογία και υπέρμετρη ύποπτη επιείκεια. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να διαβρωθεί η κοινωνική κλίμακα και να καταργηθεί η κοινωνική ιεραρχία που στηριζόταν σε αξίες, σε οικονομικές επικυρώσεις και στην ηθική της κοινωνικής χρησιμότητας.

Θέτω έτσι συνοπτικά και επιγραμματικά μια θεματολογία προβληματισμού με μεγάλο βάθος στη διεθνή πρακτική και βιβλιογραφία, με την ελπίδα πως αυτός θα βαθύνει και θα επεκταθεί περαιτέρω, παίρνοντας το σχήμα μιας εφαρμόσιμης δέσμης επιθετικών πολιτικών που θα εξάγουν τη χώρα από την τρέχουσα κρίση.

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΙΜΑ ΤΑ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΜΕΤΡΑ


Θα πρέπει να νιώθεις πολύ άσχημα όταν βρίσκεσαι μπροστά σε μια νέα ιστορικά τραγική κατάσταση την οποία μάλιστα δεν είσαι βέβαιος ότι ξέρεις πώς να την αντιμετωπίσεις. Το ελληνικό πρόβλημα και τα οικονομικά δεδομένα που το επιδεινώνουν συνιστούν εντελώς νέα κατάσταση την οποία η Ελλάδα δεν έχει αντιμετωπίσει ποτέ στο παρελθόν. Οι παλιές χρεοκοπίες της οικονομίας είχαν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από αυτόν που απειλεί τη νέα, το 2010. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει ούτε τεχνογνωσία ούτε και επεξεργασμένη πολιτική. Και αυτό σε κάποιο βαθμό είναι και λογικό και φυσιολογικό. Ωστόσο οι πιέσεις που ασκούνται από την εκρηκτικότητα των άμεσων κα έμμεσων οικονομικών προβλημάτων είναι τόσο μεγάλες που δεν επιτρέπουν αναβολή αποφάσεων, καθυστερήσεις και παλινωδίες. Δυστυχώς όμως όλα αυτά συμβαίνουν με τη πολιτική της νέας κυβέρνησης. Αν εξαιρέσουμε τον πρωθυπουργό ο οποίος έχει επωμισθεί το μεγαλύτερο βάρος της αναστροφής του αρνητικού κλίματος που υπάρχει στο εξωτερικό για την ελληνική συμπεριφορά του παρελθόντος, πολλοί κλάδοι της κυβέρνησης λειτουργούν με αντιφατικότητα, αναποφασιστικότητα και αμηχανία.

Εδώ το πρωτείο του ενδιαφέροντος ασφαλώς το κρατάει το οικονομικό επιτελείο. Για να αντιμετωπίσει το οξύτατο ελληνικό πρόβλημα, δηλαδή τη χρεοκοπία των δημοσίων οικονομικών και τον επανορθολογισμό του αναπτυξιακού προτύπου, έχει προβεί σε πολλές περιττές εκτιμήσεις, σχολιασμούς και ερμηνείες και έχει εκδώσει ένα πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης. Αυτό το πρόγραμμα λοιπόν, για αυτούς που έχουν συντάξει ανάλογα στο παρελθόν, φαίνεται όχι μόνο πρόχειρο αλλά και ακατάλληλο για την προκειμένη περίπτωση. Και τούτο γιατί οι στόχοι που θέτει και τα μέτρα που υιοθετεί για την επίτευξη τους δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν ούτε ένα μικρό ποσοστό του δημοσιονομικού χάους.

Πρωταρχικά διακρίνεται μια αντίφαση. Ο μεν πρωθυπουργός χρησιμοποιεί τη πολιτική ορολογία του επείγοντος κινδύνου και πολύ σωστά, το δε ΠΣΑ, είναι τόσο ήπιο, ασταθές και αβέβαιο, ώστε να δείχνει πως οι εμπνευστές του το είδαν υπό το πρίσμα μιας συνηθισμένης ρουτίνας. Αφήνουμε στην άκρη το γεγονός ότι περιέχει και αριθμητικά λάθη. Για παράδειγμα ενώ ο στόχος είναι το έλλειμμα να μειωθεί στο 8,7% του ΑΕΠ, το 2010, δηλαδή κατά 4% από το υπάρχον, που σημαίνει περίπου 10 -12 δις ευρώ, τα μέτρα που περιέχονται στο πρώτο ΠΣΑ προβλέπουν εξοικονόμηση χρηματικών πόρων γύρω στα 3,315 δις.

Από μέτρα μόνιμου χαρακτήρα προβλέπει έσοδα αθροιστικά 2160 εκατ., από μέτρα προσωρινού χαρακτήρα άλλα 1200 εκατ., και από τη μείωση των δημοσίων δαπανών ένα επιπρόσθετο ποσό των 1825 εκατ., ευρώ. Με απλή αριθμητική και με την παραδοχή ότι αυτοί οι στόχοι θα επιτευχθούν επακριβώς, δηλαδή αν δεχθούμε το άριστο σενάριο, τότε από την αύξηση των εσόδων και τη μείωση των δαπανών θα επέλθει ένα ποσό της τάξεως των 6,515 εκατ., ευρώ.

Όμως έχει προϋπολογισθεί πως θα υπάρξει μια μικρή έστω αύξηση των χαμηλόμισθων, 3,000 προσλήψεις νοσηλευτών, ενισχύσεις ενός δις στην Παιδεία, κλπ, μέτρα που θα κοστίσουν περίπου 3,2 δις.

Αν αφαιρέσουμε τώρα αυτά τα τελευταία από τα εξοικονομηθέντα 6,515 εκ., τότε το ποσό που προκύπτει είναι 3,315 εκ., το οποίο ασφαλώς και δεν αντιστοιχεί στις τέσσερις μονάδες μείωσης του ελλείμματος ως προς το ΑΕΠ για το 2010. Χρειάζονται επί πλέον 6,685 δις τα οποία είναι υποχρεωμένη η κυβέρνηση να ανεύρει από τη θέσπιση και νέων μέτρων.

Κατά συνέπεια τα κλιμάκια της Ε. Ένωσης κλπ, ορθώς επικαλούνται ανακρίβειες και υπεραισιοδοξίες στο ΠΣΑ, και προτείνουν νέα μέτρα ύψους 5 δις.

Ένας ορθολογικός σχεδιασμός που θα εκπονείτο από ρεαλιστές οικονομολόγους δεν θα έπαιρνε υπ’ όψιν του το άριστο σενάριο. Και τώρα μάλιστα που πρόκειται για την Ελλάδα θα έπαιρνε υπ’ όψιν του το χειρότερο.

Και τούτο γιατί οι επιλογές οικονομικής πολιτικής εξαρτώνται από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Σε περιόδους κρίσης τα νοικοκυριά και τα άτομα δεν συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφέρονται σε περιόδους άνθησης.

Οι οικονομολόγοι την αλλαγή αυτή την έχουν «σκεπάσει» με τον όρο Ρικαρδιανή ισοδυναμία. (από το όνομα του μεγάλου οικονομολόγου Ντ. Ρικάρντο). Αυτό σημαίνει πως τα νοικοκυριά είναι έλλογες μονάδες οικονομικής δράσης και προσαρμόζουν ανάλογα τη συμπεριφορά τους. Όντας βρισκόμενοι σε συνθήκες αβεβαιότητας και κρίσης, θα περιορίσουν τη κατανάλωση τους προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις δυσμενείς επερχόμενες συνθήκες. Τίποτα πιο φυσικό. Ως έλλογα όντα μάλιστα θα προσπαθήσουν να αυξήσουν και τα εισοδήματα τους αυξάνοντας τις ώρες εργασίας τους αλλά εδώ συναντούν ένα ανελαστικό περιορισμό. Δεν υπάρχουν προσφερόμενες θέσεις εργασίας γιατί η ανεργία στις κρίσεις αυξάνεται.

Κατά συνέπεια οι υπολογισμοί μεγεθών στη κρίση δεν είναι χρήσιμο να γίνονται με παραδοχές και υποθέσεις που επικρατούν στην άνθηση. Απλώς δεν υλοποιούνται και δεν χαρακτηρίζονται από ρεαλισμό.

Μάλιστα θα πρέπει να προστεθεί και ο παράγοντας που συνδέεται με την εκτελεστική αποτελεσματικότητα των κρατικών υπηρεσιών. Όταν η μία απεργία διαδέχεται την άλλη και όταν οι κοινωνικές αναταραχές επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση τότε είναι αλήθεια πως η υπεραισιοδοξία μάλλον κάπως αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί.

Από αυτά και από άλλα, είναι βέβαιο πως ένα νέο πακέτο εξοικονόμησης πόρων βρίσκεται καθ’ οδόν. Όμως αν και αυτό βρίσκεται κάτω από τις αποδοχές των άριστων σεναρίων τότε είναι και πάλι βέβαιο πως θα χρειαστεί και ένα τρίτο περί τα μέσα του έτους, γιατί τα δύο πρώτα θα εκτελεστούν μερικώς. Ίσως και ένα τέταρτο και ούτω καθ’ εξής…

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Η ΚΡΙΣΗ ΩΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗΣ

Ό,τι συμβαίνει σήμερα, στ’ αλήθεια μπορεί να ονομαστεί κρίση. Κρίση που φέρνει απόγνωση. Δυστυχία ακόμα και πανικό. Δεν μοιάζει να είναι μια συνηθισμένη διακύμανση των μεγεθών ή μια καθοδική καμπύλη που διαταράζει πρόσκαιρα την ισορροπία. Είναι αποσυντονισμός των μερών ενός παραπαίοντος συνόλου. Αυτονόμηση των επί μέρους τμημάτων της κοινωνίας που αν σχηματοποιηθεί σε τάση τότε η καταστροφή θα είναι χειρότερη και από ό,τι μπορεί να προκαλέσει ένας σύγχρονος πόλεμος. Η Ελληνική οικονομία και κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης. Τα συστήματα αξιών και οι καθολικές έννοιες που κάποτε γέμιζαν χαρά και υπερηφάνεια κάθε Έλληνα αλλά και Ευρωπαίο πολίτη, σήμερα βρίσκονται παραγκωνισμένα, περιθωριοποιημένα και ανυπόληπτα. Οι Έλληνες εθισμένοι πλέον στη φυγοπονία, την ανευθυνότητα και την ανήθικη υπερβάλλουσα ατομικότητα, δεν ενδιαφέρονται για συλλογικές αξίες, για κοινωνική ευθύνη και ατομική ηθική. Απρόσωπες μονάδες μηχανικής κατανάλωσης ασχολούνται μόνο με τον τρόπο που θα εντυπωσιάσουν τους άλλους, τον τρόπο με τον οποίο θα επιτύχουν τις ματαιοδοξίες τους και τις εφήμερα θνησιγενείς απολαύσεις τους. Είναι μια κατάσταση που απεικονίζει ένα τύπο κοινωνίας που δεν θέλει, δεν ξέρει και δεν μπορεί να παράγει νέες αξίες, καινοτομίες, ιδέες και διατηρήσιμο πλούτο. Απεικονίζει μια οικονομία που στηρίζεται στην εξστρεμιστική κατανάλωση που φθάνει στα όρια της μανίας και η οποία αντιπαθεί την παραγωγή, την επιστημονική θεμελίωση και την προτροπή σε παραγωγική εργασία. Οι Έλληνες απολάμβαναν ένα επίπεδο ευημερίας που δεν το δικαιούνταν. Για πολλά χρόνια απολάμβαναν προνόμια που κάποιοι τους τα παρείχαν χωρίς να τα αξίζουν. Η κατάσταση αυτή σιγά σιγά έγινε συνείδηση φυσικής υπεροχής και προκάλεσε ένα οικτρό αποτέλεσμα. Καταργήθηκε η κοινωνική ιεραρχία. Ισοπεδώθηκαν οι ποιοτικές διαφορές μεταξύ των πολιτών και μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και ομάδων. Αφού οι αμοιβές δεν είναι πια συνάρτηση της παραγωγικότητας της εργασίας, αφού η απόλαυση δεν προϋποθέτει μόχθο, αφού το κέρδος δεν είναι συνάρτηση της καινοτομίας, αλλά της κερδοσκοπίας, της ευκαιριακής αρπαχτής, και της αλόγιστης δανειακής στήριξης, γιατί να υπάρχουν διακρίσεις ποιότητας, εφευρικότητας, ηθικής των συναλλαγών και εργοβόρες προσπάθειες. Σχεδόν όλα βρίσκονται στον ίδιο παρονοματή χωρίς όμως αριθμητή. Αδρανή σύνολα χωρίς διακριτά υποσύνολα.


Δεν αξίζει κανείς να κοπιάσει για την ανεύρεση των αιτίων. Λίγο πολύ αυτά είναι γνωστά. Εκείνο που αξίζει να κάνει είναι να προσπαθήσει να βρει ένα τρόπο διαφυγής, μία σταθερή έξοδο απ’ τον βάλτο της αδράνειας. Να ανασυντάξει το κοινωνικό υλικό έτσι ώστε να επανακτηθεί η ιεραρχία των αξιών και να διευκρινισθεί η κοινωνική κλίμακα.


Η διαδικασία αυτή δεν είναι εύκολη υπόθεση γιατί συνιστά ιστορική τομή. Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες μάλιστα δεν είναι καν εφικτή. Γίνεται όμως εφικτή κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες της παρούσας κρίσης. Η ευκαιρία είναι μοναδική. Ίσως είναι και ανεπανάληπτη. Ευτυχώς ήρθε η κρίση που προσφέρει ένα πρωτόγνωρο πλαίσιο για να ληφθούν αποφάσεις που θα επανακαθορίσουν τους ρόλους των κοινωνικά και πολιτικά δρώντων.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως οι στόχοι που τίθενται είναι δύο: ο πρώτος σχετίζεται με την αναμόρφωση και τον επανακαθορισμό της κοινωνικής διαφοροποίησης των τάξεων και ομάδων με βάση το κριτήριο της ουσιαστικής και τυπικής γνώσης αφ’ ενός και το κριτήριο της θέσης στη παραγωγική αλυσίδα αφ’ εταίρου και ο δεύτερος αφορά στον θεωρητικό και εμπειρικό επανακαθορισμό του κράτους σε μια περιφερειακή και ρηχή κοινωνία με βάση αυτή τη φορά το κριτήριο της κοινωνικής ανταποδοτικότητας.


Τα λογικά αξιώματα που στηρίζουν αυτούς τους στόχους αδιάκριτα, είναι η αρχή της παροχής μετά από ισόποση πρόσληψη, δηλαδή η αρχή της ανταποδοτικότητας και η αρχή της ισοδυναμίας / διαφορετικότητας έναντι της ισοπεδωτικής εξίσωσης. Πράγματι είμαστε όλοι ίσοι έναντι των νομικών υποχρεώσεων αλλά δεν είμαστε όλοι ίδιοι έναντι των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Μια διευκρίνιση είναι αναγκαία για όσους θεωρήσουν εξαιρετικά αφαιρετικά τα προηγούμενα. Για την παραγωγή του εθνικού προϊόντος, είτε αυτό είναι υλικό είτε είναι άϋλο, εμπορεύματα δηλαδή ή πολιτισμός, δεν συμμετέχουν όλοι με ίσα μερίδια. Υπάρχουν αρκετοί οι οποίοι συμβάλουν, δημιουργώντας μεγάλα μεγέθη ενώ άλλοι μικρά ή και αρνητικά. Αν λάβουμε την διαπίστωση αυτή ως κανόνα κοινωνικού αναλογικού δικαίου, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, τότε ανάλογες θα πρέπει να είναι και οι κλίμακες των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Άλλωστε αυτός είναι ένας «φυσικός» νόμος πάνω στον οποίο στηρίζεται η κοινωνική ιεραρχία και η ούτως προκύπτουσα διάκριση των θεσμών και εξουσιών.

Στις παραδοχές αυτές των «θετικών» προσεγγίσεων έχουν αντιταχθεί και αντίπαλες θεωρίες οι οποίες προτείνουν και πολύ σωστά, τον έλεγχο των αποστάσεων των κοινωνικών κλιμακίων. Δεν θα μπορούσε για παράδειγμα η απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και φτωχούς να είναι ανάλογη των αντίστοιχων συμμετοχών τους στο παραγόμενο εθνικό αποτέλεσμα γιατί τότε θα διαλύονταν το κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς. Γιατί ο μεν πρώτος προσφέρει μεγάλα μερίδια στο εθνικό αποτέλεσμα ενώ ο δεύτερος σχεδόν τίποτα ή πολλές φορές και αρνητικές μονάδες. Η αρχή που στηρίζει μια τέτοια θεωρία είναι πως αυτοί που θεωρούνται «άριστοι» κατά τον Ηράκλειτο, ή «δυνατοί», κατά το ρωμαϊκό και βυζαντινό δίκαιο, δεν θα μπορούσαν να δράσουν έτσι αν δεν υπήρχε το κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς στη διαμόρφωση του οποίου αναμφισβήτητα συμμετέχουν και οι «ανίσχυροι» ή οι μέτριοι και οι φτωχοί.


Επί προσθέτως υπάρχει και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό. Υπάρχει και ο κύκλος ζωής του ανθρώπου. Στα πλαίσια αυτού του κύκλου, η χρησιμότητα που παρέχει οποιοδήποτε αγαθό, υλικό ή άϋλο, βαίνει φθίνουσα. Δηλαδή τι επί πλέον θα μπορούσε να προσφέρει ένα ακόμα εκατομμύριο δολάρια σε κάποιον που κατέχει δύο χιλιάδες εκατομμύρια δολάρια. Ενώ σ’ αυτόν που κατέχει χίλια δολάρια η πρόσκτηση άλλων χιλίων λαμβάνει πολύ μεγάλη χρησιμότητα.


Το συμπέρασμα είναι πως ασφαλώς η κοινωνική ιεραρχία θα πρέπει να αποκατασταθεί αλλά δεν θα πρέπει να στεγανοποιηθούν τα κοινωνικά κλιμάκια με κίνδυνο την επιστροφή στις απολυταρχικές και μεσαιωνικές κοινωνικές μορφές όπου οι σχέσεις αλληλεξάρτησης ήταν υποτυπώδης ως και ανύπαρκτες.

Ό,τι έχει να γίνει για την ελληνική κοινωνία είναι πολύ περισσότερο από αυτό που πρέπει να γίνει για την ελληνική οικονομία. Κλίμακες αξιών, διοικητικοί και δικαστικοί θεσμοί, αντιλήψεις, στάσεις και συμπεριφορές, εκπαίδευση, και επιμόρφωση, επαγγελματικές εξειδικεύσεις, και ανατροπή των σχέσεων εργασίας / αμοιβών, είναι μεγάλα εθνικά θέματα που οφείλουν να τεθούν στην ημερήσια διάταξη. Προπάντων να τεθεί στο ανηλεές σφυροκόπημα η αντίληψη της επιδίωξης ατομικής λύσης σε συλλογικά προβλήματα.


Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν ένα υγιές κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο το οποίο θα ηγηθεί της προσπάθειας για την επανένωση του εθνικού δυναμικού. Ποιο όμως μπορεί να είναι αυτό το πολιτικό υποκείμενο; Εδώ τίθεται το μεγάλο πρόβλημα και μάλλον φαίνεται πως δεν έχει εύκολη απάντηση.

Στο παρελθόν τα πολιτικά κόμματα και οι δομές οργάνωσης τους ίσως ήταν μια ευκρινής συλλογικότητα που θα μπορούσε να προσφέρει αξιώσεις εγγύησης. Σήμερα όμως αυτές είτε δεν υπάρχουν είτε όπου βρίσκονται λειτουργούν με κριτήρια ατομικού συμφέροντος. Αν στραφεί κανείς προς τους Δήμους και τις περιφερειακές οργανώσεις, θα αντικρίσει με φρίκη πως αυτοί είναι τραγικές αποφύσεις της κρατικής διαφθοράς. Μάλλον το ίδιο συμβαίνει και σε κάθε ενδιάμεση βαθμίδα θεσμών της λεγόμενης «κοινωνίας των πολιτών». Μήπως τα συμπέρασμα είναι πως δεν υπάρχει πολιτικό υποκείμενο που θα πυροδοτήσει διαδικασίες εξόδου από τη κρίση και ανάπλασης του κοινωνικού ιστού;


Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν οι πλέον ακραία απαισιόδοξοι. Οι ορθολογικά σκεπτόμενοι και μετριοπαθώς πράττοντες, αναζητούν τις λύσεις έξω και πέρα από τις παραδοσιακές συνταγές. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα μεγάλες δεξαμενές ανθρώπινου δυναμικού που δεν έχουν μολυνθεί από τις κρισιογόνες πρακτικές και τις μεταπρατικές συμπεριφορές των πολλών. Υπάρχουν ζώνες οριζόντιας διάρθρωσης μέσα στη κοινωνία, με ικανοποιητική μόρφωση, ιστορική γνώση και κοινωνικοπολιτική ευαισθησία, οι οποίες μπορούν να δραστηριοποιηθούν πρωτοποριακά και αποτελεσματικά, δημιουργώντας πόλους προβληματισμού και δράσης με μεγάλη διασπορά. Αυτοί οι πόλοι μπορούν να συγκροτηθούν μέσα στα πανεπιστήμια, με την ενεργοποίηση των φωτισμένων καθηγητών, μέσα στη πολιτιστική και καλλιτεχνική σφαίρα από πρωτοπόρες ομάδες, μέσα στις δυναμικές και κοινωνικά ευαίσθητες επιχειρήσεις που θα δεχθούν να μειώσουν το ύψος των κερδών τους επενδύοντας στη καινοτομία. Αυτές οι κοινωνικές διαδικασίες μπορούν να καρποφορήσουν αν συνδυασθούν με ρηξικέλευθες παρεμβάσεις της κυβέρνησης στις δομές του υπερτροφικού κράτους μειώνοντας το τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Αν εξασφαλίσουν την συνδρομή των υγιών μέσων ενημέρωσης και πληροφόρησης και αν εξασφαλίσουν την ενεργό υποστήριξη φιλικών ξένων δυνάμεων, δηλαδή πολιτικών, ακαδημαϊκών και οργανώσεων της νεολαίας.


Η προσπάθεια αντιμετώπισης της καταστροφής δεν είναι αποδοτική αν αναλαμβάνεται μόνο από την κορυφή, δηλαδή την κυβερνητική βαθμίδα. Ούτε μόνο από τη βάση, δηλαδή την κοινωνική πρωτοβουλία. Απαιτείται συνδυασμός των δράσεων και αρκετός χρόνος. Όσο δύσκολο και αν είναι αυτό το εγχείρημα θα πρέπει να αναληφθεί και ως προς το κόστος του γιατί άλλως το κόστος της κατάρρευσης θα ισοδυναμεί με ανείπωτη καταστροφή.

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ


Οι σύγχρονες κοινωνίες διακρίνονται από υψηλή πολυπλοκότητα. Πολλοί παράγοντες θεσμικοί και μη, τυπικοί και άτυποι, συνλειτουργούν συντονισμένα ή ασυντόνιστα ώστε να παράγονται διαδικασίες. Οι διαδικασίες όσο και αν φαίνεται παρόδοξο, περικλείουν περισσότερο δυναμικό φορτίο απ' ό,τι τα κοινωνικά γεγονότα ή οι θεσμοί. Τίθενται στην αρχή των διαμορφωτικών κοινωνικών αλυσίδων και τις ακολουθούν έως το τέλος, έως τότε που μετατρέπονται σε καταστάσεις συνειδήσεως. Οι διαδικασίες είναι αγωγοί μέσα από τους οποίους διέρχονται οι ροές του αμφισβητούμενου Λόγου. Επομένως αφού ρυθμίζουν τις ισορροπίες του Λόγου, ο ρόλος τους είναι να νομιμοποιούν ορισμένες προτάσεις και να ακυρώνουν άλλες. Οι πολιτικές προτάσεις, οι φιλοσοφικές προτάσεις, οι οικονομικές, κλπ, ως μέρη ενός ευρύτερου αντιληπτικού και ερμηνευτικού συνόλου μέσω των διαδικασιών αποκτούν κυριαρχία ή απορρίπτονται και μέσω των διαδικασιών γίνονται ακόμα και θεσμοί. Οι θεσμοί είναι τα παράγωγα των κοινωνικών και άλλων διαδικασιών γιατί μέσω αυτών αποκτούν νομιμοποίηση η οποία τους προσθέτει το κύρος της ορθότητας.

Η πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών διαμορφώνει διαδικασίες με τη συμβολή πολλών σταθερών και μεταβλητών παραγόντων. Εκ προοιμίου δηλαδή οι διαδικασίες για να είναι ικανές να παράγουν βιώσιμα αποτελέσματα θα πρέπει να είναι ανοικτές, δηλαδή να είναι επιδεκτικές της συμμετοχής διαφορετικών παραγόντων. Διαφορετικά αν είναι κλειστές, τα παραγόμενα αποτελέσματα θα είναι διαβλητά και επιδεκτικά γρήγορης ακύρωσης.

Διαδικασίες όμως στήνονται εκεί όπου αναδύονται προβλήματα. Οι πρώτες τους μορφές είναι αυθόρμητες αλλά γρήγορα ενσωματώνονται στην κοινωνική αξιολογική κλίμακα. Μ' αυτό θέλω να πω πως έτσι επέρχεται η πολιτικοποίηση τους και η εκμετάλλευση του πολιτικού αποτελέσματος απ' τους δρώντες πολιτικούς παράγοντες. Επειδή οι παρούσες κοινωνίες δεν είναι ενιαίες, μονοταξικές, αλλά πολυταξικές με συγκρουσιακό φορτίο, οι διαδικασίες συνιστούν το υπέδαφος, τον ενιαίο παράγοντα πάνω στον οποίο οικοδομούνται οι συγκρούσεις των πολιτικών, κοινωνικών, κλπ, συμφερόντων. Αν δεν υπήρχαν διαδικασίες, οι κοινωνικές διαφορές και συγκρούσεις θα επιλύονταν με τη χρήση βίαιων μέσων και θανάσιμων συγκρούσεων όπως παρατηρούμε στις μεσαιωνικές ή απολυταρχικές κοινωνίες.
Επί πλέον οι νεωτερικές διαδικασίες διαμορφώνουν ένα κοινωνικό χώρο εντός του οποίου εκφράζονται όλες οι ταξικές κατευθύνσεις. Κατά συνέπεια και ο Λόγος μέσω της διαβούλευσης των φορέων θα είναι και αυτός αντιθετικός και πολυταξικός. Πάρε για παράδειγμα τη διαδικασία ενός συνδικαλιστικού φορέα που νομιμοποιεί ένα αποτέλεσμα δράσης. Ή τη διαδικασία του κοινοβουλίου που επικυρώνει την επικρατέστερη άποψη περί κοινωνικού δικαίου. Σε κάθε πεδίο της κοινωνικής κλίμακας, από την οικογένεια μέχρι το κοινοβούλιο, υπάρχουν αναγκαιότητες που διαμορφώνουν διαδικασίες οι οποίες νομιμοποιούν αποτελέσματα Τα αποτελέσματα αυτά υπάγονται φυσικά στις ευρύτερες ομάδες των αξιών και των καθολικών νοημάτων αλλά δεν είναι αυτό εκείνο που μ' απασχολεί τώρα. Για να μείνουμε στη μακροκοινωνική περιοχή, στις διαδικασίες, οι φορείς των πολυταξικών εκφράσεων χρησιμοποιούν ρητορικές και πολιτικές διαλέκτους με ευρύτερα νοήματα από εκείνα που αποδέχονται προκειμένου να αποσπάσουν τη νομιμοποίηση και συνεπώς τη πολιτική υπεροχή. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί μας κάνει να κατανοούμε πως μειοψηφίες με ικανούς εκπροσώπους μπορούν να αποσπούν νομιμοποιημένα αποτελέσματα ενώ πλειοψηφίες με ανίκανους εκπροσώπους να ακυρώνονται.

Μια αναγωγή στα πλειοψηφικά πολιτικά κόμματα μάλλον επιβεβαιώνει αυτό το συμπέρασμα. Κατά τη προηγούμενη διακυβέρνηση η κοινωνική πλειοψηφία δεν μπορούσε να επικυρωθεί πολιτικά γιατί την έκφραζαν ανίκανοι πειθούς και δράσης πολιτικοί. Οι διαδικασίες τους εξοβέλισαν και τους αφήρεσαν κάθε κανόνα πολιτικής κυριαρχίας. Η διαμορφωτική αλυσίδα διαδικασιών στην οποία συμμετείχαν αποκάλυψε το βαθύ χάσμα μεταξύ του κοινωνικού εντολέα και του πολιτικού εντολοδόχου. Οι ρόλοι προσωρινά αντιστράφηκαν αλλά η διαμορφωτική ισχύς της πολιτικής διαδικασίας επανέφερε την ισορροπία.

Η παρούσα διακυβέρνηση οφείλει να αποδείξει ότι η συμμετοχή των πολιτικών της εκπροσώπων στη διαμορφωτική αλυσίδα των διαδικασιών, πρωτογενών και δευτερογενών, είναι ικανή να αποσπά συνεχή μετεκλογική πολιτική νομιμοποίηση ώστε να επικυρώνει τη σχέση του εντολέα και εντολοδόχου. Για να το πράξει όμως αυτό οφείλει να διαθέτει αποτελεσματικά στελέχη πειθούς και δράσης στις βαθμίδες των πρωτογενών διαδικασιών και όχι μόνο στις βαθμίδες των τελικών πολιτικών αποφάσεων. Αν δεν τα διαθέτει, τότε γρήγορα οι εντολείς θα μετατραπούν σε εντολοδόχους και το αντίστροφο, ανοίγοντας νέα χάσματα.

Τα μέχρι τώρα δείγματα που έχει παραδώσει η νέα διακυβέρνηση, δυστυχώς δεν πείθουν ότι ελέγχει τη διαμορφωτική διαδικασία της πολιτικής. Αλλά και τα στελέχη / υπουργοί, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, δείχνουν πως δεν έχουν κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται, αναπτύσσονται και μετατρέπονται οι κοινωνικές διαδικασίες σε πολιτικές και πως η σπουδαιότητα τους είναι απείρως σημαντικότερη από τη σπουδαιότητα αντίπαλων πολιτικών προσώπων. Οι "πολιτικοί αντίπαλοι" της αντιπολίτευσης, ελάσσονα σημασία θα έχουν, έως και ανύπαρκτη, αν γίνει κατορθωτό να ελεγχθεί η διαμορφωτική αλυσίδα των διαδικασιών που παράγει νομιμοποίηση.
Πως όμως μπορεί να γίνει κατορθωτό κάτι τέτοιο όταν οι διαδικασίες αφορούν μόνο τη πολιτική "κορυφή" και όχι τις πρωτογενείς κοινωνικές βαθμίδες; Και όταν το κράτος στην Ελλάδα ακυρώνει νομιμοποίηση ενώ στην Ευρώπη κατοχυρώνει;

Το συμπέρασμα όλων αυτών είναι πως πρώτον οι διαδικασίες θα πρέπει να βαθύνουν και να "κατέβουν" έως τις πρωτογενείς κλίμακες και δεύτερον πως το κράτος θα πρέπει να συν επικουρεί στην μετατροπή των κοινωνικών διαδικασιών σε πολιτικές ώστε να αποτραπεί η αντιστροφή της σχέσης πολιτικού εντολοδόχου και κοινωνικού εντολέα.




Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ

Τα οικονομικά δεν είναι ακριβώς μια εμπειρική επιστήμη. Ή τουλάχιστον μόνο εμπειρική επιστήμη. Μεταφέρουν πλούσιο ιδεολογικό και θεωρητικό φορτίο γιατί καλούνται να λάβουν αποφάσεις με τις οποίες θα ενισχύσουν ή θα αποδυναμώσουν αξίες και καθολικά νοήματα και κατά συνέπεια και τις κοινωνικές τάξεις που τα υιοθετούν. Για παράδειγμα, το φορολογικό σύστημα οφείλει να διέπεται και να υπηρετεί κανόνες δικαίου. Όμως τι ακριβώς είναι οι κανόνες κοινωνικού δικαίου; Είναι δίκαιο, να φορολογούνται περισσότερο αυτοί που με σκληρή εργασιακή καταπόνηση κερδίζουν περισσότερα και λιγότερο εκείνοι που είναι ανειδίκευτοι, ράθυμοι ή οκνηροί και άρα κερδίζουν λιγότερα; Ή το αντίθετο; Ποια από τις δύο προτάσεις θα υιοθετήσει το φορολογικό σύστημα. Δεν υπάρχει μια αντικειμενική απάντηση κοινώς αποδεκτή. Επομένως οι διαμορφωτές της φορολογικής πολιτικής θα επιστρατεύσουν τα ιδεολογικά τους εργαλεία και θα αξιολογήσουν την ορθότητα όπως αυτά ορίζουν. Μ' αυτό το τρόπο η φορολογική πολιτική διαφεύγει από το πρακτικό πεδίο που είναι η είσπραξη φόρων και εισέρχεται και στο πεδίο των θεωρητικών εννοιών περί δικαίου, περί ευημερίας, περί ελευθερίας, κλπ.

Τα θέματα αυτά αποτελούν αντικείμενο έρευνας της πολιτικής φιλοσοφίας. Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για την κοινωνική και οικονομική ισότητα, για την κοινωνική δικαιοσύνη, την αναδιανομή του εισοδήματος, την ισότητα των ευκαιριών, κλπ. Οι κύριες όμως σχολές που έχουν σχηματιστεί είναι τέσσερις. Ο ωφελιμισμός, ο φιλελευθερισμός, ο λιμπεραλισμός και ο μαρξισμός. Κάθε δέσμη οικονομικής πολιτικής συνεπώς ανάγεται σε ένα από τους παραπάνω πολιτικοφιλοσοφικούς καθορισμούς ή σε ένα κράμα από αυτούς. Η διαπίστωση αυτή, με τη σειρά της, μας οδηγεί στην αποδοχή του αξιώματος ότι οι επιλογές οικονομικής πολιτικής δεν είναι ουδέτερες δηλαδή χωρίς ιδεολογικό φορτίο αλλά μεροπληπτούν υπέρ της μιας ή της άλλης κοινωνικής ομάδας.

Οι οικονομικές πολιτικές μεριμνούν έτσι ώστε αφ' ενός να αυξάνεται η ακαθάριστη παραγωγή μιας χώρας και αφ' εταίρου να διανέμεται με βάση ορισμένα κριτήρια αποδοτικότητας κατά το δικαιότερο τρόπο ο παραγόμενος πλούτος. Κατά συνέπεια η οικονομική της ανάπτυξης και η οικονομική της διανομής, συνδέονται άμεσα με τη πολιτική φιλοσοφία και τη κοινωνιολογία.
Σε όποιες σχολές και αν ανήκουν οι οικονομικές πολιτικές λίγο πολύ συμφωνούν στις προτάσεις για την επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης. Εκεί που υπάρχουν μεγάλες διαφωνίες ανάμεσα στους οικονομολόγους είναι ο τρόπος με τον οποίο θα κατανεμηθεί το εθνικό εισόδημα.

Ο ωφελιμισμός (utilitarianism), είναι ένα πολιτικοφιλοσοφικό σύστημα το οποίο έχει εκτεταμένες απόψεις πάνω στο θέμα της διανομής του εισοδήματος. Ιδρυτές του ήταν ο Jeremy Bentham (1748-1832) και ο John Stuart Mill (1806-1873). Οι φιλόσοφοι αυτοί ασχολήθηκαν με την ηθική και το είδος πολιτικής που οφείλει να ασκεί το κράτος.
Η βασική έννοια του ωφελιμισμού ήταν η χρησιμότητα. Δηλαδή η ευτυχία και η ικανοποίηση που λαμβάνει ο άνθρωπος από τις συνθήκες της ζωής του. Η χρησιμότητα θα πρέπει να μεγιστοποιείται γιατί αποτελεί συστατικό της ευτυχίας και για το λόγο αυτό το κράτος οφείλει να επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις.

Για το ζήτημα της διανομής και αναδιανομής οι ωφελιμιστές προχώρησαν σε προτάσεις που στήριξαν πάνω στο αξίωμα της φθίνουσας οριακής χρησιμότητας. Το αξίωμα αυτό σημαίνει πως η αξία ενός ευρώ προσθέτει περισσότερη χρησιμότητα σε ένα φτωχό άνθρωπο παρά σε ένα πλούσιο. Όσο αυξάνεται το εισόδημα ενός ατόμου τόσο μειώνεται ο βαθμός ικανοποίησης τον οποίο απολαμβάνει. Με βάση αυτό, το κράτος οφείλει να αναδιανέμει το εισόδημα σε όφελος των λιγότερο πλουσίων πολιτών αυξάνοντας έτσι το άθροισμα της κοινωνικής χρησιμότητας. Με άλλα λόγια τα περισσότερα χρήματα που κερδίζουν οι πλούσιες ομάδες του πληθυσμού δεν θα επιφέρουν καμία βελτίωση στο βιοτικό τους επίπεδο γιατί αυτό θα βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο. Οι πρόσθετες εισοδηματικές μονάδες γι' αυτούς θα ισούνται με μηδέν μονάδες ικανοποίησης.
Καλό είναι λοιπόν να επιτευχθεί ένα είδος αναδιανομής του πλούτου υπέρ των φτωχών και των κοινωνικά αδυνάτων. Γι' αυτούς η απόκτηση μεγαλύτερου εισοδήματος αυξάνει το επίπεδο χρησιμότητας τους και επομένως την συνολική κοινωνική ευημερία. Όμως αν οι διαδικασίες αυτές συνεχισθούν έως το τέλος τότε θα επέλθει ένα είδος παραλυτικής εξίσωσης όπου καμία από τις δύο κοινωνικές ομάδες δεν θα επιθυμεί να παράξει πλούτο με συνέπεια την κάθετη κοινωνική αποδιοργάνωση και τη στασιμότητα. Και τούτο γιατί οι αδύνατοι πολίτες θα περιμένουν να μεριμνήσει το κράτος ώστε να εισπράξουν από τους ισχυρούς ενώ οι ισχυροί θα πάψουν να παράγουν πλούτο γιατί αυτός με τη διαμεσολάβηση του κράτους θα περάσει στους αδύνατους. Για το λόγο αυτό οι ωφελιμιστές θεώρησαν καλό να προτείνουν τη διατήρηση των ανισοτήτων στα εισοδήματα και τη κοινωνική κλίμακα ώστε να κατοχυρωθούν κίνητρα δημιουργίας πλούτου, αλλά σε ένα μετριασμένο επίπεδο.
Στη περίπτωση αυτή το κράτος οφείλει να παίξει σημαντικό ρυθμιστικό ρόλο διατήρησης των ορίων της κοινωνικής κλίμακας, ρόλος ο οποίος αποτελεί και την πεμτουσία του.

Ο φιλελευθερισμός (libertarianism) θεωρεί με τη σειρά του πως το κράτος εκείνο που οφείλει να πράττει είναι να θέτει το πλαίσιο των κανόνων εντός του οποίου τα άτομα θα διεξάγουν τις ανταλλακτικές και παραγωγικές τους ασχολίες. Εκείνο που δεν μπορεί να κάνει είναι να μεταφέρει εισόδημα από μια κοινωνική ομάδα σε άλλη ή να συνάπτει προνομιακές σχέσεις ενισχύοντας ορισμένους. Κατά συνέπεια η αναδιανομή του εισοδήματος ως κρατική πολιτική δεν θα πρέπει να υφίσταται. Αντίθετα ο φιλελευθερισμός δίδει μεγάλη προσοχή στην ισότητα ευκαιριών. Είναι προτιμώτερο το κράτος να φροντίζει για την δημιουργία ίσων ευκαιριών στους πολίτες του ώστε κάθε ένας να αναπτύσσει τις ικανότητες του παρά να μεροληπτεί υπέρ κάποιων και σε βάρος κάποιων άλλων.
Ο φιλόσοφος Robert Nozick στο βιβλίο του Anarchy, State and Utopia, θεωρεί πως αυτό που κερδίζει κάθε άτομο είναι αποτέλεσμα κάποιας εκούσιας ανταλλαγής ή το λαμβάνει ώς δώρο, από κάποιο άλλο άτομο. Κανείς δεν έχει εκχωρήσει στο κράτος κανένα δικαίωμα να παίρνει εισοδήματα και να τα διανέμει κατά τη κρίση του. Σε μια ελεύθερη κοινωνία οι περιουσίες δημιουργούνται ή χάνονται ως αποτέλεσμα ελεύθερων επιλογών από ελεύθερους ανθρώπους.

Ο λιμπεραλισμός (liberalism), είναι η τρίτη πολιτικοφιλοσοφική θεωρία που ασχολείται με τον οικονομικό ρόλο του κράτους. Ο εκπρόσωπος της ο John Rawls, στο βιβλίο του A Theory of Justice, θεωρεί πως το κράτος θα πρέπει να είναι παρεμβατικό με κριτήριο την ενίσχυση των πιο αδύνατων μελών της κοινωνίας. Προκειμένου να εξυψωθεί η συνολική κοινωνική ευημερία, το κράτος θα πρέπει να ενισχύει εκείνα τα άτομα που βρίσκονται στα χαμηλότερα σημεία της κοινωνικής πυραμίδας. Αυτό είναι το περίφημο κριτήριο minimax, σύμφωνα με το οποίο ενισχύοντας αυτούς που βρίσκονται στη πιο δύσκολη θέση αυξάνεται η συνολική κοινωνική ευημερία. Είναι ένα είδος κοινωνικής ασφάλισης, η οποία επιτυγχάνεται με την αναδιανομή των εισοδημάτων υπέρ των φτωχών αλλά δεν φθάνει μέχρι το σημείο της πλήρους εξίσωσης τους. Συμφωνώντας με τους ωφελιμιστές, βεβαιώνει πως μια τέτοια πολιτική θα οδηγούσε στη πλήρη κοινωνική παρακμή και τότε το κράτος δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει το κριτήριο minimax. Είναι καλό για όλους να νιώθουν από την ημέρα της γέννησης τους πως θα ζουν σε μια κοινωνία όπου θα λειτουργεί ένα δίκτυ κοινωνικής ασφάλισης που οδηγεί στην κοινωνική ευημερία του συνόλου.

Ο Μαρξισμός τέλος, βρίσκεται αντίθετος με όλες τις πολιτικοφιλοσοφικές προσεγγίσεις που δίνουν στο κράτος το ρόλο του κοινωνικού ισορροπιστή. Το κράτος γι΄ αυτούς δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα εργαλειακό μέσο στα χέρια των ισχυρών το οποίο φροντίζει να αναδιανέμει τα εισοδήματα πάντα σε όφελος τους. Θεσπίζει τέτοιους κανόνες που αναπαράγουν την κοινωνική αδικία και την οικονομική εκμετάλλευση. Ενώ τα κοινωνικά υποκείμενα που παράγουν τον πλούτο απολαμβάνουν ένα μισθό ίσο με την αξία που είναι αναγκαία για να αναπαράγει τη θέση τους, η εναπομείνασα διαφορά καρπώνεται από αυτούς που δεν παράγουν αλλά είναι κάτοχοι των μέσων παραγωγής. Η διαδικασία αυτή είναι ρυθμισμένη θεσμικά και χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ο Μαρξισμός ενδιαφέρεται για ένα άλλο σύστημα που θα στηρίζεται στην άμεση εργασία των παραγωγών η αξία της οποίας θα κατανέμεται αναλογικά σ' αυτούς που συμμετέχουν στη δημιουργία της.
Οι τρεις πρώτες θεωρίες βρίσκονται εμφανώς υπό του στόχου βελτίωσης των λειτουργιών του ισχύοντος συστήματος ενώ ο Μαρξισμός είναι προσανατολισμένος στο στόχο της αλλαγής του συστήματος και της αντικατάστασης του από ένα άλλο δικαιώτερο και ανθρωπινότερο.




Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ - ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΑΠΑΝΩΝ ΕΙΝΑΙ Η ΛΥΣΗ

Δυστυχώς η Ελληνική οικονομία βρίσκεται για πρώτη φορά αντιμέτωπη με την σκληρή πραγματικότητα των μηχανισμών της παγκοσμιοποίησης. Οι μηχανισμοί αυτοί φαίνεται πως δεν ασχολούνται με τα ιδεολογικά επιχρίσματα των κυβερνήσεων ούτε με το πολιτικό κόστος που ενδεχομένως να επιφέρουν πολιτικές εξυγίανσης. Ενδιαφέρονται μόνο για τη μείωση του κινδύνου των κεφαλαιακών τους τοποθετήσεων και την εξασφάλιση κερδών. Θέτουν κανόνες εισόδου μιας χώρας στις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης των αγορών χωρίς τη τήρηση των οποίων οι ποινές είναι πολύ μεγάλες. Οι μηχανισμοί είναι απρόσωποι, κατά το πλείστον και οι λειτουργίες τους είναι αυτοματοποιημένες. Μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οίκοι, οίκοι αξιολόγησης του αξιόχρεου, διεθνείς δανειοδοτικοί οργανισμοί, γιγαντιαίες επιχειρήσεις και νομισματικά συστήματα, συνιστούν άκαμπτες δομές που μπορούν να συνθλίψουν σε ελάχιστο χρόνο, αδύναμες εθνικές οικονομίες.
Οι οικονομίες είναι αδύναμες όταν είναι υποχρεωμένες να προσφύγουν στους διεθνείς μηχανισμούς για ανεύρεση κεφαλαίων. Αυτό είναι γνωστό σε όλους και φυσικά και στους Έλληνες διαμορφωτές πολιτικής. Αλλά, κατά το μάλλον, δεν είναι οι διεθνείς αγορές που ευθύνονται για τη κακή κατάσταση των αδύναμων εθνικών οικονομιών αλλά οι ίδιες οι χώρες και τα πολιτικά συστήματα διαχείρισης. Στην Ελλάδα, η συσσώρευση των προβλημάτων είναι αποτέλεσμα δεκαετιών. Κατά τη δεκαετία μάλιστα που τρέχει και ειδικά μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η όξυνση τους κορυφώθηκε. Σήμερα η χώρα βρίσκεται στη τραγική θέση να καταφεύγει σε εξωτερικό δανεισμό προκειμένου να καλύψει σημαντικό μέρος των βασικών κονδυλίων γις τις τρέχουσες ανάγκες της. Το μέρος αυτό αντανακλάται στο δημοσιονομικό έλλειμμα το οποίο απροσδιόριστα προσδιορισμένο πότε είναι 10% του ΑΕΠ, και πότε είναι 14%. Σε απόλυτους αριθμούς πάντως δεν είναι πάνω από 25 δις ευρώ. Τούτο το μέγεθος είναι σταγόνα στον ωκεανό αν ήθελε κάποιος να το συγκρίνει με τα 14 τρις ευρώ που αγγίζει το ΑΕΠ της ευρωζώνης. Θα μπορούσε κάποιος σοβαρός αναλυτής να θεωρήσει πως το ελληνικό έλλειμμα κινείται απειλητικά σε βάρος της αξίας του ευρώ; Το δε χρέος που παράγει το έλλειμμα είναι άλλο μέγεθος και πάντως όσο και αν αυξάνονται τα spreads δανεισμού, ο μόνος που βλάπτεται δεν είναι το ενιαίο νόμισμα αλλά οι Έλληνες πολίτες.
Κατά συνέπεια θα πρέπει να αποδεσμευθεί το ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα με τη συζήτηση για την αξία του Ευρώ.
Το πρόβλημα όμως που έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα είναι άλλης τάξεως. Είναι πρόβλημα που έχει γραμμικές συσχετίσεις με τον τρόπο που είναι δομημένο το οικονομικό σύστημα παραγωγής, με το σημείο στο οποίο έχει ισορροπήσει ο άξονας των πολιτικών συσχετισμών.
Το παραγωγικό σύστημα θεωρείται αντικειμενικά απαρχαιωμένο, παρωχημένο, καθυστερημένο. Παράγει προϊόντα και υπηρεσίες που έχουν μέτρια, μικρή ή και καθόλου ζήτηση στις διεθνείς αγορές. Η ανταγωνιστικότητα του συνεχώς μειώνεται και η συρρίκνωση του επιχειρηματικού ιδιωτικού τομέα επιφέρει τη διόγκωση του δημοσίου, από την οποία προέρχονται τα γιγαντιαία ελλείμματα. Τα προϊόντα που παράγει δεν προτιμούνται ούτε από τους Έλληνες καταναλωτές και λόγω της κακής τους ποιότητας και λόγω των υψηλών τιμών.
Έτσι δημιουργείται και το μεγάλο πρόβλημα των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Μέχρι τώρα ανάφερα τέσσερα μεγάλα προβλήματα που γίνονται αιχμηρές αγκυλώσεις του ελληνικού οικονομικού συστήματος. Τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, το αναπτυξιακό καταναλωτικό μοντέλο και τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτά τα προβλήματα υπήρχαν πάντα αλλά στη παρούσα περίοδο κατάφεραν να εναρμονίσουν την εκδήλωση των αρνητικών συνεπειών τους. Η ταυτόχρονη εκδήλωση τους έκανε την κατάσταση εκρηκτική αλλά όχι ανεπίστρεπτη.
Η αντιμετώπιση τους απαιτεί νηφάλια σκέψη και γνώσεις όχι γενικές και θεωρητικές αλλά συγκεκριμένες γνώσεις της ελληνικής ιδιομορφίας. Απαιτεί επίσης εμπειρικές μελέτες μέτρησης των συνεπειών των κυβερνητικών πολιτικών. Μελέτες επιπτώσεων δηλαδή των κυβερνητικών αποφάσεων. Αν υποθέσουμε πως οι γνώσεις υπάρχουν έστω και σε ελλειπή μοφή, οι εμπειρικές μελέτες όμως μάλλον είναι ανύπαρκτες. Έτσι οι κυβερνητικές αποφάσεις θα μετρήσουν την αποδοτικότητα τους εκ των υστέρων και αφού προκαλέσουν ίσως νέα κύματα απαισιοδοξίας.
Η ιδιομορφία (ή δυσμορφία) του ελληνικού συστήματος λειτουργεί έτσι ώστε να μην αποδίδουν οι κλασικές οικονομικές παρεμβάσεις που εφαρμόζονται σε άλλες πιο ολοκληρωμένες χώρες της Δύσης. Για παράδειγμα, η ενίσχυση των εισοδημάτων με σκοπό την ενεργοποίηση της αγοράς μπορεί να αποδίδει στην οικονομία των ΗΠΑ αλλά στην ελληνική οικονομία και μάλιστα σε συνθήκες βαθειάς ύφεσης είναι μάλλον πολιτική περιορισμένων ορίων. Οι Έλληνες καταναλωτές αφού έχουν καλύψει μία και δύο φορές τις βασικές και μη ανάγκες τους θα προτιμήσουν να διακρατήσουν ρευστότητα προκειμένου να ανταπακριθούν στη προσδοκώμενη εμβάθυνση της ύφεσης. Επομένως ο σκοπός της ενεργοποίησης της αγοράς ίσως δεν επιτευχθεί στο χρόνο που πρέπει.
Η ορθότερη πολιτική παρέμβαση στα οικονομικά δρώμενα, είναι αυτή που περικόπτει τις περριτές δημόσιες δαπάνες, είτε αυτές είναι ελαστικές είτε είναι ανελαστικές. Η εξοικονόμηση των πόρων αυτών θα πρέπει να χρηματοδοτήσει την αναδιοργάνωση της παραγωγής. Να ενισχυθούν οι επενδυτικοί μηχανισμοί, ακόμα και κάτω από την κρατική εποπτεία, να αρθούν τα εμπόδια που καθηλώνουν διαδικασίες παραγωγικής ανασυγκρότησης, να επιταχυνθούν οι πολιτικές αποκρατικοποιήσεων, να θεσπισθούν κίνητρα εισόδου ξένων άμεσων επενδύσεων, να ενισχυθούν με λίγα λόγια όλα εκείνα τα εργαλεία που δυναμώνουν τους φορείς της προσφοράς προϊόντων, υπηρεσιών και ειδικευμένης εργασίας. Με το τρόπο αυτό οι περιορισμένοι πόροι δεν θα μετατραπούν σε προνοιακά επιδόματα μιας χρήσεως αλλά σε παραγωγικά αποτελέσματα μακράς διάρκειας.
Χρονικά οι πολιτικές αυτές είναι μακράς διάρκειας. Βραχυπρόθεσμα όμως ο αναπροσανατολισμός των περιορισμένων δαπανών σε παραγωγικό ορίζοντα θα δώσει το σύνθημα ότι η Ελλάδα βγαίνει από τον επιδεικτικό καταναλωτισμό, την εργασιακή ραθυμία και τον φενακισμένο πολιτικό ανταγωνισμό. Οι αποδόσεις μιας ανάλογης πολιτικής θα απαιτήσουν ασφαλώς χρόνο για να εκδηλωθούν. Στο διάστημα αυτό θα υπάρξουν απώλειες μονάδων καταναλωτικής ευημερίας και αναστολή ικανοποίησης αποκτημένων συνηθειών, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Έτσι μόνο ορθολογικοποιούνται οι στόχοι της οικονομικής πολιτικής και δεν συγκρούεται ο ένας με τον άλλο, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα.


Θα πρέπει να τονισθεί μετ' επιτάσεως ότι η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα και η οικονομία της, όχι μόνο είναι αναστρέψιμη αλλά με τις κατάλληλες πολιτικές αναδιοργάνωσης μπορεί να τεθεί και επικεφαλής των προηγμένων χωρών στο νέο κύκλο του μεταβιομηχανικού καπιταλισμού. Με την επεξεργασία του νέου ενεργειακού προτύπου, η Ελλάδα διαθέτει όλα εκείνα τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για να αξιοποιήσει στο έπαρκο τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, να τις συνδέσει με τα ευρυζωνικά δίκτυα, τα πληροφοριακά συστήματα, την έρευνα και τις νέες οικολογικές κατασκευές. Έτσι και αλλιώς είναι προνομοιούχος λόγω της γεωπολιτικής της θέσης και λόγω των κλιματικών συνθηκών. Οι διαμορφωτές πολιτικής όλων των κλιμακίων, πολιτικών, κοινωνικών, επιστημονικών, κ.α., οφείλουν να προτείνουν επεξεργασίες και να προχωρήσουν σε εφαρμογές το συντομότερο δυνατό.