Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Η χρεοκοπία του 1893 και η σημερινή κρίση

Μπορεί η χρονική απόσταση να φαίνεται τεράστια αλλά δεν είναι. Οι πολιτικές δυνάμεις δείχνουν διαφορετικές αλλά μάλλον είναι παρόμοιες. Πάνω στον ιστορικό καμβά της Ελλάδας υφαίνονται τα ίδια και τα ίδια θέματα με ελάχιστες παραλλαγές που τα κάνουν ασχημότερα. Το ίδιο σκηνικό, οι ίδιοι ρόλοι και το ίδιο τέλος στο ιστορικό έργο. Αλλάζουν όμως οι πρωταγωνιστές.

Τρικούπης – Δεληγιάννης, Παπανδρέου – Καραμανλής.

Όπως και τώρα έτσι και τότε, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, είχαμε συσσώρευση χρεών και φυσικά όχι μόνο οικονομική αλλά πολυεπίπεδη πολιτική και πολιτισμική κρίση. Τα σημερινά δημόσια δάνεια / χρέη είναι, όπως επίσημα λέγεται, περίπου 300 δις ευρώ, ενώ τότε ήταν 823 εκατομμύρια χρυσές δραχμές ή 550 εκατομμύρια χρυσά γαλλικά φράγκα. Τα παρελθόντα δάνεια είχαν συναφθεί μεταξύ 1879 και 1890 και αντιπροσώπευαν μεγάλο ποσοστό στο ΑΕΠ όπως και τα σύγχρονα που είναι αποτέλεσμα επαναληπτικού δημόσιου χρέους των μεταπολεμικών δεκαετιών.

Τα επιτόκια δανεισμού τότε κυμαίνονταν μεταξύ 5,5 και 8,7% αλλά πάντως αρκετά υψηλότερα από το μέσο ευρωπαϊκό επιτόκιο που ήταν μεταξύ 3 και 4%. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σήμερα αποδεικνύοντας ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα για τολμηρούς παίκτες.

Οι κοινωνικές και εθνικές συνθήκες όμως μεταξύ των δύο περιόδων είναι διαφορετικές αν και ο αντίπαλος εξωτερικός εχθρός παραμένει πάντα να είναι η Τουρκία. Και οι οικονομικές συνθήκες είναι ασφαλώς ανόμοιες και οι διαφορές μεταξύ της αγροτικής φύσης της παραγωγής και της μεταπρατικής / μετακομιστικής φύσης των υπηρεσιών, είναι ευκρινώς ποιοτικές.

Επιπροσθέτως και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν για την άσκηση οικονομικής πολιτικής τότε ήταν διαφορετικά από αυτά που χρησιμοποιούνται σήμερα. Για παράδειγμα το εργαλείο της αναγκαστικής κυκλοφορίας χρήματος τότε επιστρατεύονταν όποτε υπήρχε ένα κοινωνικό ή εθνικό πρόβλημα. Κατόπιν αντλούνταν δάνεια για να αποτραβηχτεί το πληθωριστικό χρήμα από την κυκλοφορία και να εξασφαλισθεί ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός. Σήμερα αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει.

Για να αναπαρασταθεί η κατάσταση της περιόδου θα πρέπει να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας ορισμένα στοιχεία της πολιτικής ιστορίας.

Ο Δεληγιάννης όπως είναι γνωστό, δανείστηκε 52 εκατομμύρια χρυσά φράγκα για να καλύψει τις ανάγκες της επτάμηνης επιστράτευσης, το 1885, προκειμένου να απελευθερώσει τη Μακεδονία από τη Τουρκία, αλλά ποτέ δεν το έκανε λόγω της απαγορευτικής παρεμβολής των μεγάλων δυνάμεων, εκτός της Γαλλίας. Ο Τρικούπης ως αντιπολίτευση συμπορεύονταν με τη κυβέρνηση για το συμφέρον της πατρίδας. Ο Δεληγιάννης παραιτείται το 1886 «ηρωϊκά» και μετά από τις παρένθετες κυβερνήσεις του Παπαμιχαλόπουλου και του Βάλβη, την διακυβέρνηση αναλαμβάνει ο Τρικούπης. Μέχρι το 1890 που κυβερνά έχει αυξήσει το δημόσιο χρέος και παράλληλα τους εισαγωγικούς δασμούς, κυρίως στα σιτηρά, με αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών και τη πτώση του βιοτικού επιπέδου. Στις εκλογές του 1890 καταψηφίζεται και επανέρχεται ο Δεληγιάννης ο οποίος ενώ ως αντιπολίτευση κατακεραύνωνε τη πολιτική του Τρικούπη ως κυβέρνηση εφάρμοσε την ίδια πολιτική αλλά με μεγαλύτερη οξύτητα. Ο εξωτερικός δανεισμός εκτοξεύθηκε στα ύψη και ο Τρικούπης το 1892 επανέρχεται στη κυβέρνηση. Τον επόμενο χρόνο, στις 10/12/1893, κηρύσσει πτώχευση.

Τα δάνεια εκείνης της εποχής ήταν συνυφασμένα με εντελώς διαφορετικούς στόχους από αυτούς που εξυπηρετούν τα σημερινά. Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε πως ένα μέρος τους χρηματοδοτούσε τις κατασκευές των δρόμων και των σιδηροδρόμων, ένα άλλο μέρος τις εθνικές πολεμικές ανάγκες και τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς και ένα τρίτο μέρος χρηματοδοτούσε τα τοκοχρεολύσια των προηγούμενων δανείων. Όσο και αν πολλοί ιστορικοί κατακρίνουν αυτού του είδους τη πολιτική ωστόσο άλλοι τόσοι την επαινούν γιατί η φτωχή Ελλάδα έπρεπε να αποκτήσει δίκτυα εμπορικών μεταφορών προκειμένου να εισέλθει στη φάση της βιομηχανικής αναπτύξεως.

Τα σημερινά δάνεια από την άλλη χρηματοδότησαν ένα υπερβολικά μακροσκελή κύκλο κατανάλωσης, σχεδόν παρανοϊκής μορφής, και ένα πολιτικό σύστημα αυξανόμενων πελατιακών / πατερναλιστικών σχέσεων, σε βάρος των παραγωγικών δομών και της παραγωγικότητας που θα οδηγήσει όπως φαίνεται σε μια κατάσταση αυτοτροφοδοτούμενης μη ελεγχόμενης και ανεπιθύμητης ύφεσης.

Την εποχή του Τρικούπη ο πληθυσμός της Ελλάδας έφτανε δεν έφτανε τα δύο εκατομμύρια και τα σύνορα μόλις ανέβαιναν μέχρι τη Λάρισα. Η προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 απωλέσθει πρόσκαιρα με την νίκη των Τούρκων στο σύντομο πόλεμο του 1897. Αυτό είχε ως συνέπεια την επιβολή πολεμικών αποζημιώσεων προς τους Τούρκους περί των 95εκατ., χρυσών φράγκων. Αυτοί οι λιγοστοί Έλληνες κατάφεραν μετά από πραγματικά αιματηρές θυσίες να μειώσουν δραστικά το εξωτερικό χρέος πληρώνοντας 389.157,318 φράγκα., μεταξύ του 1879 και 1900 και μάλιστα να εμφανίσουν ένα πλεόνασμα στους κρατικούς λογαριασμούς περί των 28 εκατομμυρίων χρυσών δραχμών. Για να συμβεί αυτό όμως επεβλήθησαν αυξημένοι συντελεστές φορολογίας και υψηλοί εισαγωγικοί δασμοί. Η χρονική διάρκεια της αποπληρωμής έφθασε τα 18 χρόνια, εν μέσω εθνικών και πολιτικών αναταραχών, ενώ το τίμημα ήταν πτώση του ήδη χαμηλού βιοτικού επιπέδου κατά 50%.

Η όλη διαδικασία της αποπληρωμής καθοδηγήθηκε φυσικά από τους ξένους πιστωτές. Επιτροπή υπό τον οικονομολόγο Εδουάρδο Λω, ήλεγξε την αποτελεσματικότητα σκληρών μέτρων, που μπροστά τους αυτά του ΔΝΤ και της Ε. Επιτροπής θεωρούνται πουπουλένιας βαρύτητας, επιβλέποντας μάλιστα και την διαδικασία της εφαρμογής τους. Μάλιστα αφού ο λόρδος αξιολόγησε θετικά την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, η Αγγλία προσέφερε δάνειο 3,500,00 στερλινών στην ελληνική κυβέρνηση.

Ωστόσο η δανειακή εξάρτηση από το εξωτερικό αναγκάζει πολλούς σύγχρονους ιστορικούς, όπως ο Βουρνάς, να ισχυριστούν «πως η Ελλάδα με τον έλεγχο έμπαινε επίσημα σε κατάσταση εξάρτησης από το ξένο κεφάλαιο».[1]

Ο έλεγχος του 1897 για την αποπληρωμή του εξωτερικούς χρέους εκχώρησε στους πιστωτές α) τις προσόδους από όλα τα μονοπώλια, ήτοι καπνού, άλατος, πετρελαίου, παιχνιδοχάρτου, κλπ, και τα τέλη χαρτοσήμου δηλαδή 28.900,000 το χρόνο, 2) τους δασμούς του τελωνείου Πειραιά που έφταναν περίπου τα 10.700,000 δραχμές.

Επί πλέον επιβλήθηκαν φόροι επί των Ελλήνων για την αντιμετώπιση του δημοσίου ελλείμματος. Όπως τονίζουν συγγραφείς όπως ο Ανδρεάδης, ο Αγγελόπουλος[2] κ.α., οι φόροι το 1875 ήταν 24 εκατ., αυξήθηκαν σε 41,5 εκ., το 1882, σε 64 το 1887, σε 75,2 το 1892 και σε 86,2 το 1893. Το 1897 έφθασαν τα 120 εκατομμύρια.

Το κατά κεφαλή χρέος ήταν 412 χρυσές δραχμές και το συνολικό έφθανε τα 823.252,000. Το 1900 το δημόσιο χρέος κατέβηκε στα 37.319,549 δραχμές.

Αξίζει νομίζω να δούμε αναλυτικότερα τα δάνεια που συνήψε η Ελλάδα εκείνη την εποχή γιατί έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα τις ανάγκες που αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία.

Ø Ένα δάνειο του 1879, ύψους 60 εκ., φράγκων για να καλυφθεί και να αποσυρθεί η αναγκαστική κυκλοφορία χρήματος με επιτόκιο 8,19%.

Ø Δάνειο ύψους 120 εκατ., φράγκων για να καλυφθούν οι επείγουσες ανάγκες της χώρας, το 1881. Το επιτόκιο δανεισμού ήταν 7,35%.

Ø Δάνειο το 1884 ύψους 100 εκατ., φράγκων για τη κατασκευή σιδηροδρόμων με επιτόκιο 7,16%. Ως εγγυήσεις τέθηκαν τα έσοδα από τα τελωνεία του Βόλου και της Άρτας και τα πλεονάσματα από τα τελωνεία του Πειραιά, του Κατακώλου, της Κεφαλληνίας και της Καλαμάτας.

Ø Δάνειο το 1887 ύψους 135 εκατ., φράγκων για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού και την εξυπηρέτηση προηγούμενων δανείων. Επιτόκιο δανεισμού 6%. Εκτός από τις κανονικές εγγυήσεις οι πιστωτές δημιούργησαν επιτροπή ελέγχου για τη επίβλεψη των όρων του δανείου και τη συγκέντρωση των προσόδων. (επιτροπή Λω).

Ø Δάνειο 155 εκ., για τη πληρωμή του δανείου του 1879 και την αποπληρωμή των σιδηροδρομικών εταιριών, με επιτόκιο 5,75%.

Ø Δάνειο 89 εκατ., το 1890-91, για τη κατασκευή του σιδηροδρόμου Πειραιά – Λάρισας με επιτόκιο 5,7%. Ως εγγύηση δόθηκαν οι εισπράξεις από την εκμετάλλευση των γραμμών. [3]

Τα δάνεια αυτά κατά κατηγορία τώρα, ήταν αναγκαία για την αποπληρωμή των μικρών υπολοίπων δανείων της επαναστατικής περιόδου, της κατασκευής έργων οδοποιίας και σιδηροδρόμων, της κάλυψης των δημοσίων ελλειμμάτων που προέκυψαν από επιστρατεύσεις, τις πολεμικές αποζημιώσεις προς τη Τουρκία, των στρατιωτικών εξοπλισμών και των ανισορροπιών στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών.

Οι πιστωτές της Ελλάδας ήταν τότε η Harmbo του Λονδίνου, η Bank de Paris (του Βλαστού), η Brleishrober του Βερολίνου και η Τράπεζα της Κωνσταντινούπολις του Συγγρού.

Το συνηθισμένο επιτόκιο δανεισμού, όπως είπαμε, των ευρωπαϊκών χωρών ήταν 2,5 -4% χαμηλότερο από αυτό που δανείζονταν η Ελλάδα. Μετά τη θετική αξιολόγηση όμως της επιτροπής ελέγχου του Λω τα spreads μειώθηκαν στο κανονικό επίπεδο. Ως προς αυτό το θέμα οι διεθνείς μηχανισμοί δανεισμού παραμένουν μάλλον οι ίδιοι εκτός από τους φορείς αξιολόγησης. Τότε τα κράτη αξιολογούνταν όχι τόσο από τις αγορές και ιδιωτικούς πιστωτικούς οργανισμούς αλλά από κρατικές επιτροπές και υπηρεσίες.

Το συνολικό ύψος των δανείων, αυτής της δεκαετίας, έφθασε τα 550 εκατ., χρυσά φράγκα αλλά αν αφαιρέσουμε τις αμοιβές ενδιαμέσων, τις προμήθειες, κλπ, το καθαρό ποσό που εισήλθε στην Ελλάδα ήταν 458.622,000 εκατομμύρια.

Αν εξαιρέσουμε το ποσό των δανείων που αξιοποιήθηκε παραγωγικά, το υπόλοιπο κάλυψε δαπάνες εξυπηρέτησης προηγούμενων δανείων, πολεμικών αποζημιώσεων και ένα είδος πολιτικής των κυβερνήσεων του Τρικούπη και Δεληγιάννη που αναφέρονταν σε πελατειακές εξυπηρετήσεις. Και τότε ακόμα, όπως αναφέρουν σύγχρονοι συγγραφείς σαν τον Μουζέλη και Τσουκαλά, ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων ήταν 7 φορές μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο των ευρωπαϊκών κρατών.

Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους είχαν και έχουν άμεση σχέση με τη συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος. Σήμερα το ελληνικό ευρώ αξίζει πολύ λιγότερο από το γερμανικό ευρώ. Τότε, το 1893, η συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής σε σχέση με το χρυσό είχε υποτιμηθεί κατά 60%. Αυτό σημαίνει πως μεγάλο μέρος των δημοσίων εσόδων κατευθύνονταν προς την εξυπηρέτηση του χρέους. Γιατί όμως είχε υποτιμηθεί η δραχμή κατά 60% όπως λένε οι μελετητές εκείνη την εποχή;. Οι αιτίες βρίσκονται στη κρίση της σταφίδας. Οι εξαγωγές της σταφίδας κάλυπταν το 75% των συνολικών εξαγωγών της χώρας. Δηλαδή η Ελλάδα έπαιρνε το 75% του συναλλάγματος της σε χρυσό από τις εξαγωγές σταφίδας με τον οποίο αποπλήρωνε τα δάνεια της τα οποία είχαν συναφθεί επίσης σε χρυσό. Συνεπώς κάθε μείωση των εξαγωγών σταφίδας είχε άμεση επίπτωση στην συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής. Η υποτίμηση ήταν αυτόματος μηχανισμός και οι δαπάνες εξυπηρέτησης μεγάλωναν. Ο βασικός εισαγωγέας της ελληνικής σταφίδας ήταν η Γαλλία. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1870, όπως αναφέρουν οι πηγές της εποχής, η φυλλοξήρα κατέστρεψε μαζικά τους αμπελώνες της Γαλλίας και έτσι σταδιακά εκτινάχθηκαν οι εισαγωγές σταφίδας. Μεγάλο μέρος αυτών των εισαγωγών προέρχονταν από την Ελλάδα. Η παραγωγή σταφίδας είχε αντίστοιχη κίνηση προς τα πάνω στην Ελλάδα και περίπου 500,000 στρέμματα καλλιεργούνταν για αυτό το σκοπό. Όπως είναι φυσικό και η τιμή είχε αυξηθεί λόγω της αυξημένης ζήτησης. Η τιμή του τόνου ήταν στα 21 σελίνια. Η κατάσταση όμως στη Γαλλία μετά από μερικά χρόνια αντιμετωπίστηκε και οι ελληνικές εξαγωγές σταφίδας έπεσαν κατακόρυφα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του χρυσού και τη συνακόλουθη μείωση της αξίας του νομίσματος.

Η τιμή του τόνου κατρακύλησε στα 6 σελίνια και η υποτίμηση σε σχέση με το χρυσό έφθασε το 60%. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι το 50% των δημοσίων εξόδων κάλυπτε τις ανάγκες του δημοσίου χρέους. Και σήμερα γύρω στο 50% των δημοσίων δαπανών καλύπτουν τις ανάγκες εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.

Οι αιτίες της πτώχευσης του 1893 δεν ήταν μόνο χρηματοοικονομικές ή δημοσιονομικές. Ήταν ασφαλώς και αντανάκλαση της κρίσης υπερπαραγωγής. Το μοντέλο που συνδέει τους δύο τομείς, χρηματοοικονομικό και παραγωγικό, στην οικονομική θεωρία είναι το (IS-LM). Και μας αποκαλύπτει πως όταν ένα είδος ανισορροπίας εμφανίζεται σε κάποιον απ’ αυτούς τότε οι επιπτώσεις είναι άμεσες και στον άλλον.

Το 1893 η παραγωγή σταφίδας έφθασε τους 165,000 τόνους. Το μεγαλύτερο μέρος έμεινε αδιάθετο δημιουργώντας οδυνηρές συνέπειες στους παραγωγούς. Πολλοί απ’ αυτούς έγιναν πάμφτωχοι.

Τελικά οι όροι που επεβλήθησαν από τους πιστωτές ήταν πράγματι σκληροί και συνέπεσαν μάλιστα με την εκδήλωση μεγάλων εθνικών γεγονότων. Το 1895 -96 άρχισαν οι εχθροπραξίες στη Κρήτη με αφορμή την κατάργηση της περιορισμένης διοικητικής αυτονομίας της νήσου από την Πύλη. Το 1897 ξεσπά πόλεμος με τη Τουρκία ο οποίος είχε καταλήξει σε οδυνηρά αποτελέσματα αφού οι Τούρκοι έφθασαν μέχρι τη Λαμία επανακτώντας τα Τρίκαλα, τη Καρδίτσα, τη Λάρισα, το Βόλο, τη Δομοκό, που είχαν προσαρτιστεί το 1881. Ο πόλεμος διήρκεσε από τις 4 Απριλίου έως τις 7 Μαίου αλλά ήταν αρκετός για να αποδείξει την δεινή κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο ελληνικός στρατός και να επιφέρει πρόσθετες δαπάνες 95 εκ., στη χώρα. Χαρακτηρίστηκε από τους ιστορικούς ως ανεύθυνη και επιπόλαια πράξη του Δεληγιάννη και σταμάτησε με την επέμβαση του Τσάρου της Ρωσίας.

Η κρίση του χρέους και της παραγωγής τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, έφεραν μεγάλες αναστατώσεις στο πολιτικό σύστημα της εποχής που έχασε την ισορροπία του έτσι ώστε ούτε οι συνεχείς εναλλαγές βραχύβιων κυβερνήσεων κατάφεραν να την αποκαταστήσουν. Οι επεμβάσεις του βασιλιά Γεωργίου επιδείνωσαν τη κατάσταση και μόνο οι μεγάλοι φόροι που επεβλήθησαν δηλαδή η ανάληψη των βαρών για την εξόφληση του χρέους από το λαό ξέπλυνε για άλλη μια φορά τα λάθη των πολιτικών. Λίγο μετά όμως ήρθε το 1909.

Η σημερινή κατάσταση είναι διαφορετική αν και πολλές πλευρές των δύο περιόδων δείχνει να ομοιάζουν. Η πολυπλοκότητα στο διεθνές σκηνικό είναι μεγαλύτερη και η αλληλεξάρτηση των ευρωπαϊκών χωρών πυκνότερη. Και τώρα όμως ο διεθνής έλεγχος των πιστωτών είναι απαιτητός και απειλεί την εθνική ανεξαρτησία της χώρας. Ευτυχώς τα εκκρεμούντα εθνικά θέματα βρίσκονται εκτός εξάρσεως και μακάρι να παραμείνουν σ’ αυτή τη κατάσταση.

Εκείνο όμως που είναι απολύτως κοινό ανάμεσα στις δύο περιόδους είναι πως ο ελληνικός λαός, μέσω της υψηλής φορολογίας, θα πληρώσει τον υπέρογκο λογαριασμό που «έκαναν» οι πολιτικοί τη τελευταία δεκαετία. Το βιοτικό επίπεδο θα μειωθεί αλλά ελπίζουμε προς χάριν μιας νέας αφετηρίας αναπτυξιακής περιόδου και πάντως όχι κατά το ήμισυ. Όπως τότε ο 19ος αιώνας έκλεισε με την εισαγωγή της Ελλάδας στη περίοδο ενός τύπου ιδιόμορφου αστισμού, έτσι και τώρα οφείλει να αποδομήσει αυτόν τον εκμαυλισμένο πλέον τύπο και να αγωνισθεί για την καθιέρωση ενός νέου που στηρίζεται στην παραγωγική εργασία, την αξιοκρατία και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα.

Το νέο αυτό μοντέλο πάντως δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα αν υποκινηθεί μόνο από τη κορυφή και χωρίς τη ενεργό συμμετοχή φορέων και ατόμων.

Δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο με τη ψήφιση νόμων και χωρίς την ικανότητα εφαρμογής τους, ή την ικανοποίηση του αισθήματος κοινωνικής δικαιοσύνης. Γιατί η πολιτική δεν είναι επικοινωνία αλλά πράξη αλλά και η πράξη δεν είναι «ψηφίζω νόμους με πλειοψηφία». Είναι η στρατηγική ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας, με εναρμονισμένα μέσα και στόχους που επαναφέρουν την κοινωνική ιεραρχία και την κοινωνική αλληλεγγύη.

Δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα αν δεν στηρίζεται στην κοινωνική ωριμότητα και την άσκηση μιας νέας πολιτικής τεχνολογίας μακριά από την συμβιβαστική εξισορρόπηση παραδοσιακών συμφερόντων.


[1] Η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, σελ 556.

[2] Εθνικά δάνεια και ελληνική δημόσια οικονομία, στα Έργα, τόμος 3ος. Ανδρεάδη.

Αι ανώνυμοι Εταιρείαι εν Ελλάδι, - Αγγελόπουλου.

[3] Λεβαντής: The Greek foreign dept 1821 -1897, pag. 55

Ανδρεάδης : Τα εθνικά δάνεια και η Ελληνική δημόσια οικονομία, Τόμος 2ος , σελ. 368 -9.

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗ ΚΡΙΣΗ

Δεν υπάρχει προηγούμενη εμπειρία ιστορικά ανάλογη με τη σημερινή κρίση χρέους που αντιμετωπίζει η χώρα. Βέβαια η κρίση πτώχευσης του 1893 ήταν μια ιστορία που αφορούσε τις συνολικές εθνικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής και κυρίως τις σχέσεις δανεισμού μεταξύ των κρατών και όχι το δανεισμό από τις λεγόμενες αγορές. Αυτές οι τελευταίες έχουν σήμερα σε μεγάλο βαθμό αυτονομηθεί από κάθε ρυθμιστικό έλεγχο και επί πλέον έχουν καταφέρει το αντίθετο. Δηλαδή έχουν καταφέρει να επιβάλλουν το δικό τους έλεγχο επί κρατών και κυβερνήσεων.

Επανειλημμένα έχει τονισθεί πως έχει τρωθεί η ελληνική αξιοπιστία και ότι αυτός είναι ο λόγος που τα επιτόκια δανεισμού από τις αγορές έχουν πετάξει στα ύψη. Οι Έλληνες δεν είναι πια αξιόπιστοι και ο κίνδυνος μη επιστροφής των δανεικών είναι πολύ μεγάλος. Η πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων είναι τεράστιες. Εντάξει, ας υποθέσουμε πως αυτή η εκτίμηση είναι σωστή. Το εξωτερικό δημόσιο χρέος είναι τόσο μεγάλο που οι οικονομικές δομές δεν θα αντέξουν τις δαπάνες εξυπηρέτησης του.

Η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης ήταν να προσφύγει στη χρησιμοποίηση του μικτού μηχανισμού διάσωσης. Ζητάει ένα νέο δάνειο ύψους 120 δις από τον μηχανισμό για να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της τα επόμενα τρία χρόνια. Το επιτόκιο είναι ασυνήθιστα υψηλό για τους πιστωτές και συνεπώς ικανοποιητικά κερδοφόρο γι’ αυτούς.

Η ερώτηση που τίθεται είναι αν υπήρχε μια άλλη λύση. Ένας άλλος συνδυασμός των πολιτικών αντιμετώπισης των δανειακών αναγκών. Η απάντηση είναι πως υπήρχε. Μια λύση που ταυτόχρονα θα αποδείκνυε σε όλους πως οι Έλληνες μπορούν και ξέρουν να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους και πως το έλλειμμα αξιοπιστίας που τους χρεώνεται δεν είναι βάσιμο.

Θα αποδείκνυαν πως όσο υπερβολικοί μπορεί να είναι στις εύκολες περιόδους άλλο τόσο μπορεί να είναι και στις δύσκολες. Διακριτικά τη λύση αυτή θα την ονομάζαμε Μεγάλη Εθνική Συμφωνία. Η βάση της είναι ένας συνδυασμός εξωτερικού και εσωτερικού δανεισμού. Περιλαμβάνει δε δύο σκέλη. Το πρώτο είναι η πολιτική θέληση για μερική στροφή από τον εξωτερικό στον εσωτερικό δανεισμό και το δεύτερο συνίσταται από την μετατροπή του βραχυπρόθεσμου σε μεσομακρόπροθεσμο. Αφού οι Έλληνες έχουν δανεισθεί τόσο μεγάλα ποσά οι Έλληνες και όχι οι ξένοι μηχανισμοί είναι αυτοί που οφείλουν να τα εξοφλήσουν. Αυτό είναι το σωστό, το ηθικό και το εθνικά αξιοπρεπές. Η στροφή προς τον εσωτερικό δανεισμό δεν αφορά την έκδοση εθνικού ομολόγου γιατί αυτό ενδεχομένως να δημιουργούσε πρόβλημα στη τραπεζική ρευστότητα. Αφορά στην διακράτηση ρευστού κεφαλαίου στον παρόντα χρόνο από τα κρατικά έσοδα του προϋπολογισμού και διοχέτευση του προς την εξόφληση του επικείμενου κρατικού ομολόγου που λήγει στις 19 Μαίου αλλά και των επόμενων. Τα κεφάλαια αυτά θα διακρατηθούν από τους μισθούς και συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων και στελεχών των μεγάλων επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της εφαρμογής της Μεγάλης Εθνικής Συμφωνίας, που αντί ρευστού όμως θα τους δοθεί ένα κρατικό ομόλογο πενταετούς ή άλλης διάρκειας. Με το τρόπο αυτό ούτε περικοπές του 13ου και 14ου μισθού θα είχαμε με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη πλευρά της ζήτησης ούτε βάσιμες απειλές για τη κοινωνική συνοχή θα αντιμετωπίζαμε. Το κρατικό ομόλογο θα ήταν ουσιαστικά ένα είδους μεταχρονολόγησης μέρους των μισθών και συντάξεων από το παρών στο εγγύς μέλλον και τότε που η οικονομία θα βρισκόταν στο κύκλο της ανάκαμψης και ανάπτυξης. Οι μισθωτοί θα έχαναν ένα μέρος των ρευστών διαθεσίμων τώρα αλλά θα το έπαιρναν πίσω και μάλιστα με ένα κάποιο τόκο στα επόμενα χρόνια. Ουσιαστικά θα ετίθετο σε λειτουργία ένας μηχανισμός μεταφοράς πόρων από την τρέχουσα κατανάλωση στην αποταμίευση και επένδυση με βέβαιες ευεργετικές συνέπειες για το σύνολο της οικονομίας. Το ύψος της διακράτησης των μισθωτών αμοιβών θα ήταν της τάξης του 30% ενδεχομένως, ή εκεί κοντά, αλλά δεν θα ήταν οριστική απώλεια εισοδήματος. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και στον ιδιωτικό τομέα με τη διαφορά ότι η διακράτηση μέρους των μισθών και μερισμάτων θα οδηγούσε απ’ ευθείας σε επενδύσεις από τις επιχειρήσεις οι οποίες θα δημιουργούσαν νέες θέσεις εργασίας. Στο διάστημα αυτό των πέντε χρόνων η κυβέρνηση θα είχε άπλετη χρονική ελευθερία να προχωρήσει στην εφαρμογή πολιτικής ριζικών αλλαγών όπως τις έχει σχεδιάσει με πρώτη τη δραστική μείωση του εύρους του δημοσίου τομέα. Είναι βέβαιο πως με σωστή επεξεργασία διαλόγου ανάμεσα στη κυβέρνηση και τις κοινωνικές ομάδες, το σχέδιο θα απολάμβανε αποδοχής γιατί οι Έλληνες είναι και φιλότιμοι και πατριώτες.

Το ποσό που θα εξοικονομούσε η κυβέρνηση με αυτό το τρόπο δεν θα ήταν αρκετά υψηλό ώστε να καλύψει τις δανειακές υποχρεώσεις της αλλά θα τις περιέκοβε δραστικά. Έτσι και το ποσό διάσωσης από τον μικτό μηχανισμό θα ήταν κατά πολύ χαμηλότερο και ως εκ τούτου οι πιέσεις ελαφρύτερες. Ο χρόνος που απεγνωσμένα αναζητάει δεν θα της παρέχονταν από ένα νέο εξωτερικό δάνειο που το συνοδεύουν εξευτελιστικά σχόλια αλλά από τους ίδιους τους Έλληνες που στο κάτω κάτω αυτοί ήταν που λίγο ή πολύ απόλαυσαν τις δανειακές εισροές των παρελθόντων χρόνων. Τα ομόλογα δε αυτά θα μπορούσαν να στηρίζονται σε ρήτρα δημοσίων ακινήτων για να είναι ασφαλέστερα.

Είναι φανερό πως η πρόταση αυτή επιζητά περαιτέρω τεχνική επεξεργασία η οποία μάλλον αποτελεί και το πιο εύκολο μέρος της. Εκείνο που θεωρείται δυσκολότερο είναι η λήψη μιας ανάλογης πολιτικής απόφασης.

Αλλά αν γίνονται φανερά τα πλεονεκτήματα αυτής της πολιτικής ίσως προστεθούν και άλλα αν αναλυθεί μέχρι τις τελευταίες λεπτομέρειες της.

Αποτροπή της αναδιαπραγμάτευσης, αποτροπή της στάσης πληρωμών, αποφυγή της οικονομικής και ίσως εθνικής εξάρτησης, διατήρηση του εισοδήματος μεσομακροπρόθεσμα και επιστροφή της φερεγγυότητας.

Εκείνο που δεν ξέρω είναι αν για την εφαρμογή μιας ανάλογης πολιτικής, απαιτείται «ειδική άδεια» από την Ευρωπαική Ένωση. Αλλά γιατί όχι αφού οι διάφοροι πιστωτές θα πληρωθούν κανονικά στη λήξη των ομολόγων.

Θα πρέπει βέβαια να τονίσω πως μια ανάλογη πολιτική είναι εφικτή μόνο αν η κυβέρνηση ακολουθούσε ταυτόχρονα και μια αποφασιστική πολιτική τιμωρίας των υπευθύνων για τον εκτροχιασμό του χρέους και του εσωτερικού κρατικού ελλείμματος. Και τούτο γιατί η αποκατάσταση του αισθήματος δικαιοσύνης στη κοινωνική συνείδηση είναι αναγκαίος όρος για την αποτελεσματική εφαρμογή τέτοιων πολιτικών. Στην ερώτηση αν μια ανάλογη πολιτική έχει εφαρμοσθεί σε άλλες χώρες, η απάντηση είναι πως ναι έχουν εφαρμοσθεί παραλλαγές της, στις υπό μετάβαση χώρες και στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας στη κρίση του 1997-8.

Σε ό,τι αφορά τις διαρθρωτικές αλλαγές είναι αρκετά ικανοποιητικές αυτές που προγραμματίζονται αρκεί να εφαρμοσθούν έγκαιρα και απαρέγκλιτα.

Τώρα θα πρέπει να δώσουμε μερικές προτάσεις για την αναπτυξιακή πολιτική. Αυτή ακόμα δεν έχει δει το φως της δημοσιότητας αλλά αν κινηθεί στα γνωστά παραδοσιακά πλαίσια των επιδοτήσεων και των φορολογικών διευθετήσεων μάλλον θα αποβεί άκαρπη. Εκείνο που απαιτείται είναι φαντασία και θεσμική καινοτομία.

Παίρνουμε ως δεδομένο πως απαιτούνται άμεσες εγχώριες και ξένες επενδύσεις για να προκύψουν θετικά πρόσημα στην ακαθάριστη εθνική παραγωγή. Όμως το τείχος των κρατικών αγκυλώσεων και η υψηλή φορολογία είναι αξεπέραστο. Τι θα πρέπει να γίνει; Εκτός από την εκκαθάριση των κρατικών εμποδίων η οποία θα απαιτήσει χρόνο, η κυβέρνηση οφείλει να εξετάσει τρεις δομικές αναπτυξιακές θεσμικές παρεμβάσεις.

Η πρώτη αφορά στη δημιουργία ζωνών ελεύθερου εμπορίου (free trade zone) σε επιλεγμένες περιοχές της χώρας, στη βάση της παροχής προνομίων σε όσες επιχειρήσεις εγκατασταθούν στο εσωτερικό τους, η δεύτερη αφορά στη δημιουργία διασυνοριακής ζώνης παραγωγής εμπορευμάτων και υπηρεσιών, στη βόρειο Ελλάδα και σε σύμπραξη με τις συνορεύουσες χώρες, κατά το πρότυπο των Μαγκουιλατόρας του Μεξικού και των ΗΠΑ, και η τρίτη αφορά στη δημιουργία Πάρκων τεχνολογίας, έρευνας και καινοτομίας σε επιλεγμένες και πάλι περιοχές. Οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι που θα επιλέξουν να εγκατασταθούν στο εσωτερικό αυτών των ζωνών, θα καρπωθούν ειδικά φορολογικά, εισοδηματικά και κοινωνικά προνόμια που θα κινητοποιούν τον μηχανισμό της προσελκυστικότητας των επενδύσεων, ξένων και εγχωρίων. Είναι αναγκαίο να θεσμοθετηθούν μηχανισμοί που θα υποκινούν ένα ενάρετο κύκλο ενδογενούς τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης.

Οι προτάσεις αυτές είναι απλώς οι προβεβλημένες γωνίες ενός πολυεδρικού αναπτυξιακού εθνικού σχεδίου το οποίο στηρίζεται στη αναπτυξιακή θεωρία των πόλων.

Σε κάθε αναπτυγμένη χώρα ή περιοχή του πλανήτη, η ανάπτυξη δεν είναι ένα αποτέλεσμα που προέκυψε αυθόρμητα και ευκαιριακά. Ούτε επί τη δράσει των τυφλών δυνάμεων της αγοράς όπως πίστευαν οι κυβερνήσεις του λεγόμενου εκσυγχρονισμού και της «επανίδρυσης του κράτους». Σχεδιάσθηκε, οργανώθηκε, επιλέχθηκε το κατάλληλο μοντέλο, και εφαρμόσθηκε επιτυχώς. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν συμβαίνει τίποτα απ’ αυτά για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί δεν υπήρχε η σχετική πολιτική βούληση και ο δεύτερος γιατί απουσιάζει η σχετική τεχνογνωσία και παράδοση. Έτσι επαληθεύτηκε ο αρχή του Gunnar Myrdal για την κυκλική σωρευτική αιτιότητα, που με απλά λόγια σημαίνει πως οι ακμάζουσες περιοχές απορροφούν τους υλικούς και ανθρώπινους πόρους των αδύναμων τις οποίες και μετατρέπουν σε ανύπαρκτες. Δεν είναι τυχαίο πως στην Ελλάδα οι μισές από τις υπάρχουσες δεκατρείς περιφέρειες θεωρούνται ανύπαρκτες οικονομικά. Το 84% της δημιουργίας του ΑΕΠ συγκροτείται με τη συνδρομή πέντε περιφερειών. Μόνο στις πρώτες κυβερνήσεις του Α. Παπανδρέου, επιχειρήθηκε η κλαδική ανάλυση της οικονομίας και η ανάλογη εφαρμογή κλαδικής πολιτικής αλλά δυστυχώς πολύ γρήγορα αυτά τα σχέδια εγκαταλείφθηκαν.

Το ίδιο φαινόμενο της ασύμμετρης διάταξης στη χώρα συναντάμε και στο επίπεδο των οικονομικών κλάδων. Σε πολλές από τις ελληνικές περιφέρειες ο τομέας της αγροτικής παραγωγής βρίσκεται μεταξύ του 40 και 55%, ως προς την απασχόληση ενώ μεγάλη είναι και η διαφοροποίηση ως προς τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Η ίδια ασυμμετρία υπάρχει και στη διάταξη του μορφωτικού επιπέδου. Είναι αναντίρρητο γεγονός ότι οι κάτοχοι υψηλών μορφωτικών και επαγγελματικών δεξιοτήτων συγκεντρώνονται στη περιοχή της πρωτεύουσας και λιγότερο της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα τη πρόκληση αυτοτροφοδοτούμενων αναπτυξιακών ανισοτήτων. Σε αρκετές περιφέρειες, ο πληθυσμός με εκπαίδευση πρωτοβάθμιου επιπέδου ξεπερνάει το 50%. Για παράδειγμα στην Αν. Μακεδονία και Θράκη το ποσοστό είναι 54%, στην Θεσσαλία είναι 52,2%, στα Ιόνια Νησιά είναι 57,6%, στη Δ. Ελλάδα 54,8%, στην Ήπειρο 52% και στη Πελοπόννησο 50,4%. Αν προστεθεί και το ποσοστό των αναλφαβήτων η εικόνα γίνεται ακόμα πιο γκρίζα.

Σε ό,τι αφορά στις επενδύσεις, πέντε μόνο περιφέρειες ( η Αττική, η κ. Μακεδονία, η Θεσσαλία, η Στ. Ελλάδα και η αν. Μακεδονία και Θράκη,) απορροφούν το 86% του συνόλου.

Όσο για τη προστιθέμενη αξία της ακαθάριστης παραγωγής τρεις μόνο περιφέρειες παράγουν το 75% της συνολικής, (Αττική, Κ. Μακεδονία και ΣΤ. Ελλάδα).

Οι περιφερειακές και εισοδηματικές ανισότητες στη χώρα είναι τεράστιες και αυτό προκαλεί με τη σειρά του υποαποδόσεις στις κεφαλαιακές επενδύσεις παγίου και αναποτελεσματικότητα στις κρατικές δαπάνες.

Όλα αυτά τα θέματα αλλά και πολλά ακόμα, όπως η ποιότητα του εργατικού δυναμικού, ποτέ δεν αντιμετωπίστηκαν σοβαρά, συστηματικά και επιστημονικά από το ελληνικό πολιτικό σύστημα ή και τα πανεπιστήμια. Αυτά αποτελούν και τις δομικές αγκυλώσεις μιας κοινωνίας που τη χαρακτηρίζει η δυαδικότητα (duality) της καθυστέρησης. Ένα υπέρ «αναπτυγμένο» κέντρο και μια υπό ανάπτυκτη ενδοχώρα.

Αντίθετα εκείνο που κυριάρχησε ήταν ένας πολιτικαντισμός της ευκαιρίας, μια απονεύρωση περιεχομένων και νοημάτων, γενικότητα στόχων και αοριστία μέσων, ώστε να μη καθίσταται εφικτός ο έλεγχος, αντισταθμιστική παροχολογία και υπέρμετρη ύποπτη επιείκεια. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να διαβρωθεί η κοινωνική κλίμακα και να καταργηθεί η κοινωνική ιεραρχία που στηριζόταν σε αξίες, σε οικονομικές επικυρώσεις και στην ηθική της κοινωνικής χρησιμότητας.

Θέτω έτσι συνοπτικά και επιγραμματικά μια θεματολογία προβληματισμού με μεγάλο βάθος στη διεθνή πρακτική και βιβλιογραφία, με την ελπίδα πως αυτός θα βαθύνει και θα επεκταθεί περαιτέρω, παίρνοντας το σχήμα μιας εφαρμόσιμης δέσμης επιθετικών πολιτικών που θα εξάγουν τη χώρα από την τρέχουσα κρίση.