Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ


Οι σύγχρονες κοινωνίες διακρίνονται από υψηλή πολυπλοκότητα. Πολλοί παράγοντες θεσμικοί και μη, τυπικοί και άτυποι, συνλειτουργούν συντονισμένα ή ασυντόνιστα ώστε να παράγονται διαδικασίες. Οι διαδικασίες όσο και αν φαίνεται παρόδοξο, περικλείουν περισσότερο δυναμικό φορτίο απ' ό,τι τα κοινωνικά γεγονότα ή οι θεσμοί. Τίθενται στην αρχή των διαμορφωτικών κοινωνικών αλυσίδων και τις ακολουθούν έως το τέλος, έως τότε που μετατρέπονται σε καταστάσεις συνειδήσεως. Οι διαδικασίες είναι αγωγοί μέσα από τους οποίους διέρχονται οι ροές του αμφισβητούμενου Λόγου. Επομένως αφού ρυθμίζουν τις ισορροπίες του Λόγου, ο ρόλος τους είναι να νομιμοποιούν ορισμένες προτάσεις και να ακυρώνουν άλλες. Οι πολιτικές προτάσεις, οι φιλοσοφικές προτάσεις, οι οικονομικές, κλπ, ως μέρη ενός ευρύτερου αντιληπτικού και ερμηνευτικού συνόλου μέσω των διαδικασιών αποκτούν κυριαρχία ή απορρίπτονται και μέσω των διαδικασιών γίνονται ακόμα και θεσμοί. Οι θεσμοί είναι τα παράγωγα των κοινωνικών και άλλων διαδικασιών γιατί μέσω αυτών αποκτούν νομιμοποίηση η οποία τους προσθέτει το κύρος της ορθότητας.

Η πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών διαμορφώνει διαδικασίες με τη συμβολή πολλών σταθερών και μεταβλητών παραγόντων. Εκ προοιμίου δηλαδή οι διαδικασίες για να είναι ικανές να παράγουν βιώσιμα αποτελέσματα θα πρέπει να είναι ανοικτές, δηλαδή να είναι επιδεκτικές της συμμετοχής διαφορετικών παραγόντων. Διαφορετικά αν είναι κλειστές, τα παραγόμενα αποτελέσματα θα είναι διαβλητά και επιδεκτικά γρήγορης ακύρωσης.

Διαδικασίες όμως στήνονται εκεί όπου αναδύονται προβλήματα. Οι πρώτες τους μορφές είναι αυθόρμητες αλλά γρήγορα ενσωματώνονται στην κοινωνική αξιολογική κλίμακα. Μ' αυτό θέλω να πω πως έτσι επέρχεται η πολιτικοποίηση τους και η εκμετάλλευση του πολιτικού αποτελέσματος απ' τους δρώντες πολιτικούς παράγοντες. Επειδή οι παρούσες κοινωνίες δεν είναι ενιαίες, μονοταξικές, αλλά πολυταξικές με συγκρουσιακό φορτίο, οι διαδικασίες συνιστούν το υπέδαφος, τον ενιαίο παράγοντα πάνω στον οποίο οικοδομούνται οι συγκρούσεις των πολιτικών, κοινωνικών, κλπ, συμφερόντων. Αν δεν υπήρχαν διαδικασίες, οι κοινωνικές διαφορές και συγκρούσεις θα επιλύονταν με τη χρήση βίαιων μέσων και θανάσιμων συγκρούσεων όπως παρατηρούμε στις μεσαιωνικές ή απολυταρχικές κοινωνίες.
Επί πλέον οι νεωτερικές διαδικασίες διαμορφώνουν ένα κοινωνικό χώρο εντός του οποίου εκφράζονται όλες οι ταξικές κατευθύνσεις. Κατά συνέπεια και ο Λόγος μέσω της διαβούλευσης των φορέων θα είναι και αυτός αντιθετικός και πολυταξικός. Πάρε για παράδειγμα τη διαδικασία ενός συνδικαλιστικού φορέα που νομιμοποιεί ένα αποτέλεσμα δράσης. Ή τη διαδικασία του κοινοβουλίου που επικυρώνει την επικρατέστερη άποψη περί κοινωνικού δικαίου. Σε κάθε πεδίο της κοινωνικής κλίμακας, από την οικογένεια μέχρι το κοινοβούλιο, υπάρχουν αναγκαιότητες που διαμορφώνουν διαδικασίες οι οποίες νομιμοποιούν αποτελέσματα Τα αποτελέσματα αυτά υπάγονται φυσικά στις ευρύτερες ομάδες των αξιών και των καθολικών νοημάτων αλλά δεν είναι αυτό εκείνο που μ' απασχολεί τώρα. Για να μείνουμε στη μακροκοινωνική περιοχή, στις διαδικασίες, οι φορείς των πολυταξικών εκφράσεων χρησιμοποιούν ρητορικές και πολιτικές διαλέκτους με ευρύτερα νοήματα από εκείνα που αποδέχονται προκειμένου να αποσπάσουν τη νομιμοποίηση και συνεπώς τη πολιτική υπεροχή. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί μας κάνει να κατανοούμε πως μειοψηφίες με ικανούς εκπροσώπους μπορούν να αποσπούν νομιμοποιημένα αποτελέσματα ενώ πλειοψηφίες με ανίκανους εκπροσώπους να ακυρώνονται.

Μια αναγωγή στα πλειοψηφικά πολιτικά κόμματα μάλλον επιβεβαιώνει αυτό το συμπέρασμα. Κατά τη προηγούμενη διακυβέρνηση η κοινωνική πλειοψηφία δεν μπορούσε να επικυρωθεί πολιτικά γιατί την έκφραζαν ανίκανοι πειθούς και δράσης πολιτικοί. Οι διαδικασίες τους εξοβέλισαν και τους αφήρεσαν κάθε κανόνα πολιτικής κυριαρχίας. Η διαμορφωτική αλυσίδα διαδικασιών στην οποία συμμετείχαν αποκάλυψε το βαθύ χάσμα μεταξύ του κοινωνικού εντολέα και του πολιτικού εντολοδόχου. Οι ρόλοι προσωρινά αντιστράφηκαν αλλά η διαμορφωτική ισχύς της πολιτικής διαδικασίας επανέφερε την ισορροπία.

Η παρούσα διακυβέρνηση οφείλει να αποδείξει ότι η συμμετοχή των πολιτικών της εκπροσώπων στη διαμορφωτική αλυσίδα των διαδικασιών, πρωτογενών και δευτερογενών, είναι ικανή να αποσπά συνεχή μετεκλογική πολιτική νομιμοποίηση ώστε να επικυρώνει τη σχέση του εντολέα και εντολοδόχου. Για να το πράξει όμως αυτό οφείλει να διαθέτει αποτελεσματικά στελέχη πειθούς και δράσης στις βαθμίδες των πρωτογενών διαδικασιών και όχι μόνο στις βαθμίδες των τελικών πολιτικών αποφάσεων. Αν δεν τα διαθέτει, τότε γρήγορα οι εντολείς θα μετατραπούν σε εντολοδόχους και το αντίστροφο, ανοίγοντας νέα χάσματα.

Τα μέχρι τώρα δείγματα που έχει παραδώσει η νέα διακυβέρνηση, δυστυχώς δεν πείθουν ότι ελέγχει τη διαμορφωτική διαδικασία της πολιτικής. Αλλά και τα στελέχη / υπουργοί, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, δείχνουν πως δεν έχουν κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται, αναπτύσσονται και μετατρέπονται οι κοινωνικές διαδικασίες σε πολιτικές και πως η σπουδαιότητα τους είναι απείρως σημαντικότερη από τη σπουδαιότητα αντίπαλων πολιτικών προσώπων. Οι "πολιτικοί αντίπαλοι" της αντιπολίτευσης, ελάσσονα σημασία θα έχουν, έως και ανύπαρκτη, αν γίνει κατορθωτό να ελεγχθεί η διαμορφωτική αλυσίδα των διαδικασιών που παράγει νομιμοποίηση.
Πως όμως μπορεί να γίνει κατορθωτό κάτι τέτοιο όταν οι διαδικασίες αφορούν μόνο τη πολιτική "κορυφή" και όχι τις πρωτογενείς κοινωνικές βαθμίδες; Και όταν το κράτος στην Ελλάδα ακυρώνει νομιμοποίηση ενώ στην Ευρώπη κατοχυρώνει;

Το συμπέρασμα όλων αυτών είναι πως πρώτον οι διαδικασίες θα πρέπει να βαθύνουν και να "κατέβουν" έως τις πρωτογενείς κλίμακες και δεύτερον πως το κράτος θα πρέπει να συν επικουρεί στην μετατροπή των κοινωνικών διαδικασιών σε πολιτικές ώστε να αποτραπεί η αντιστροφή της σχέσης πολιτικού εντολοδόχου και κοινωνικού εντολέα.




Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ

Τα οικονομικά δεν είναι ακριβώς μια εμπειρική επιστήμη. Ή τουλάχιστον μόνο εμπειρική επιστήμη. Μεταφέρουν πλούσιο ιδεολογικό και θεωρητικό φορτίο γιατί καλούνται να λάβουν αποφάσεις με τις οποίες θα ενισχύσουν ή θα αποδυναμώσουν αξίες και καθολικά νοήματα και κατά συνέπεια και τις κοινωνικές τάξεις που τα υιοθετούν. Για παράδειγμα, το φορολογικό σύστημα οφείλει να διέπεται και να υπηρετεί κανόνες δικαίου. Όμως τι ακριβώς είναι οι κανόνες κοινωνικού δικαίου; Είναι δίκαιο, να φορολογούνται περισσότερο αυτοί που με σκληρή εργασιακή καταπόνηση κερδίζουν περισσότερα και λιγότερο εκείνοι που είναι ανειδίκευτοι, ράθυμοι ή οκνηροί και άρα κερδίζουν λιγότερα; Ή το αντίθετο; Ποια από τις δύο προτάσεις θα υιοθετήσει το φορολογικό σύστημα. Δεν υπάρχει μια αντικειμενική απάντηση κοινώς αποδεκτή. Επομένως οι διαμορφωτές της φορολογικής πολιτικής θα επιστρατεύσουν τα ιδεολογικά τους εργαλεία και θα αξιολογήσουν την ορθότητα όπως αυτά ορίζουν. Μ' αυτό το τρόπο η φορολογική πολιτική διαφεύγει από το πρακτικό πεδίο που είναι η είσπραξη φόρων και εισέρχεται και στο πεδίο των θεωρητικών εννοιών περί δικαίου, περί ευημερίας, περί ελευθερίας, κλπ.

Τα θέματα αυτά αποτελούν αντικείμενο έρευνας της πολιτικής φιλοσοφίας. Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για την κοινωνική και οικονομική ισότητα, για την κοινωνική δικαιοσύνη, την αναδιανομή του εισοδήματος, την ισότητα των ευκαιριών, κλπ. Οι κύριες όμως σχολές που έχουν σχηματιστεί είναι τέσσερις. Ο ωφελιμισμός, ο φιλελευθερισμός, ο λιμπεραλισμός και ο μαρξισμός. Κάθε δέσμη οικονομικής πολιτικής συνεπώς ανάγεται σε ένα από τους παραπάνω πολιτικοφιλοσοφικούς καθορισμούς ή σε ένα κράμα από αυτούς. Η διαπίστωση αυτή, με τη σειρά της, μας οδηγεί στην αποδοχή του αξιώματος ότι οι επιλογές οικονομικής πολιτικής δεν είναι ουδέτερες δηλαδή χωρίς ιδεολογικό φορτίο αλλά μεροπληπτούν υπέρ της μιας ή της άλλης κοινωνικής ομάδας.

Οι οικονομικές πολιτικές μεριμνούν έτσι ώστε αφ' ενός να αυξάνεται η ακαθάριστη παραγωγή μιας χώρας και αφ' εταίρου να διανέμεται με βάση ορισμένα κριτήρια αποδοτικότητας κατά το δικαιότερο τρόπο ο παραγόμενος πλούτος. Κατά συνέπεια η οικονομική της ανάπτυξης και η οικονομική της διανομής, συνδέονται άμεσα με τη πολιτική φιλοσοφία και τη κοινωνιολογία.
Σε όποιες σχολές και αν ανήκουν οι οικονομικές πολιτικές λίγο πολύ συμφωνούν στις προτάσεις για την επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης. Εκεί που υπάρχουν μεγάλες διαφωνίες ανάμεσα στους οικονομολόγους είναι ο τρόπος με τον οποίο θα κατανεμηθεί το εθνικό εισόδημα.

Ο ωφελιμισμός (utilitarianism), είναι ένα πολιτικοφιλοσοφικό σύστημα το οποίο έχει εκτεταμένες απόψεις πάνω στο θέμα της διανομής του εισοδήματος. Ιδρυτές του ήταν ο Jeremy Bentham (1748-1832) και ο John Stuart Mill (1806-1873). Οι φιλόσοφοι αυτοί ασχολήθηκαν με την ηθική και το είδος πολιτικής που οφείλει να ασκεί το κράτος.
Η βασική έννοια του ωφελιμισμού ήταν η χρησιμότητα. Δηλαδή η ευτυχία και η ικανοποίηση που λαμβάνει ο άνθρωπος από τις συνθήκες της ζωής του. Η χρησιμότητα θα πρέπει να μεγιστοποιείται γιατί αποτελεί συστατικό της ευτυχίας και για το λόγο αυτό το κράτος οφείλει να επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις.

Για το ζήτημα της διανομής και αναδιανομής οι ωφελιμιστές προχώρησαν σε προτάσεις που στήριξαν πάνω στο αξίωμα της φθίνουσας οριακής χρησιμότητας. Το αξίωμα αυτό σημαίνει πως η αξία ενός ευρώ προσθέτει περισσότερη χρησιμότητα σε ένα φτωχό άνθρωπο παρά σε ένα πλούσιο. Όσο αυξάνεται το εισόδημα ενός ατόμου τόσο μειώνεται ο βαθμός ικανοποίησης τον οποίο απολαμβάνει. Με βάση αυτό, το κράτος οφείλει να αναδιανέμει το εισόδημα σε όφελος των λιγότερο πλουσίων πολιτών αυξάνοντας έτσι το άθροισμα της κοινωνικής χρησιμότητας. Με άλλα λόγια τα περισσότερα χρήματα που κερδίζουν οι πλούσιες ομάδες του πληθυσμού δεν θα επιφέρουν καμία βελτίωση στο βιοτικό τους επίπεδο γιατί αυτό θα βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο. Οι πρόσθετες εισοδηματικές μονάδες γι' αυτούς θα ισούνται με μηδέν μονάδες ικανοποίησης.
Καλό είναι λοιπόν να επιτευχθεί ένα είδος αναδιανομής του πλούτου υπέρ των φτωχών και των κοινωνικά αδυνάτων. Γι' αυτούς η απόκτηση μεγαλύτερου εισοδήματος αυξάνει το επίπεδο χρησιμότητας τους και επομένως την συνολική κοινωνική ευημερία. Όμως αν οι διαδικασίες αυτές συνεχισθούν έως το τέλος τότε θα επέλθει ένα είδος παραλυτικής εξίσωσης όπου καμία από τις δύο κοινωνικές ομάδες δεν θα επιθυμεί να παράξει πλούτο με συνέπεια την κάθετη κοινωνική αποδιοργάνωση και τη στασιμότητα. Και τούτο γιατί οι αδύνατοι πολίτες θα περιμένουν να μεριμνήσει το κράτος ώστε να εισπράξουν από τους ισχυρούς ενώ οι ισχυροί θα πάψουν να παράγουν πλούτο γιατί αυτός με τη διαμεσολάβηση του κράτους θα περάσει στους αδύνατους. Για το λόγο αυτό οι ωφελιμιστές θεώρησαν καλό να προτείνουν τη διατήρηση των ανισοτήτων στα εισοδήματα και τη κοινωνική κλίμακα ώστε να κατοχυρωθούν κίνητρα δημιουργίας πλούτου, αλλά σε ένα μετριασμένο επίπεδο.
Στη περίπτωση αυτή το κράτος οφείλει να παίξει σημαντικό ρυθμιστικό ρόλο διατήρησης των ορίων της κοινωνικής κλίμακας, ρόλος ο οποίος αποτελεί και την πεμτουσία του.

Ο φιλελευθερισμός (libertarianism) θεωρεί με τη σειρά του πως το κράτος εκείνο που οφείλει να πράττει είναι να θέτει το πλαίσιο των κανόνων εντός του οποίου τα άτομα θα διεξάγουν τις ανταλλακτικές και παραγωγικές τους ασχολίες. Εκείνο που δεν μπορεί να κάνει είναι να μεταφέρει εισόδημα από μια κοινωνική ομάδα σε άλλη ή να συνάπτει προνομιακές σχέσεις ενισχύοντας ορισμένους. Κατά συνέπεια η αναδιανομή του εισοδήματος ως κρατική πολιτική δεν θα πρέπει να υφίσταται. Αντίθετα ο φιλελευθερισμός δίδει μεγάλη προσοχή στην ισότητα ευκαιριών. Είναι προτιμώτερο το κράτος να φροντίζει για την δημιουργία ίσων ευκαιριών στους πολίτες του ώστε κάθε ένας να αναπτύσσει τις ικανότητες του παρά να μεροληπτεί υπέρ κάποιων και σε βάρος κάποιων άλλων.
Ο φιλόσοφος Robert Nozick στο βιβλίο του Anarchy, State and Utopia, θεωρεί πως αυτό που κερδίζει κάθε άτομο είναι αποτέλεσμα κάποιας εκούσιας ανταλλαγής ή το λαμβάνει ώς δώρο, από κάποιο άλλο άτομο. Κανείς δεν έχει εκχωρήσει στο κράτος κανένα δικαίωμα να παίρνει εισοδήματα και να τα διανέμει κατά τη κρίση του. Σε μια ελεύθερη κοινωνία οι περιουσίες δημιουργούνται ή χάνονται ως αποτέλεσμα ελεύθερων επιλογών από ελεύθερους ανθρώπους.

Ο λιμπεραλισμός (liberalism), είναι η τρίτη πολιτικοφιλοσοφική θεωρία που ασχολείται με τον οικονομικό ρόλο του κράτους. Ο εκπρόσωπος της ο John Rawls, στο βιβλίο του A Theory of Justice, θεωρεί πως το κράτος θα πρέπει να είναι παρεμβατικό με κριτήριο την ενίσχυση των πιο αδύνατων μελών της κοινωνίας. Προκειμένου να εξυψωθεί η συνολική κοινωνική ευημερία, το κράτος θα πρέπει να ενισχύει εκείνα τα άτομα που βρίσκονται στα χαμηλότερα σημεία της κοινωνικής πυραμίδας. Αυτό είναι το περίφημο κριτήριο minimax, σύμφωνα με το οποίο ενισχύοντας αυτούς που βρίσκονται στη πιο δύσκολη θέση αυξάνεται η συνολική κοινωνική ευημερία. Είναι ένα είδος κοινωνικής ασφάλισης, η οποία επιτυγχάνεται με την αναδιανομή των εισοδημάτων υπέρ των φτωχών αλλά δεν φθάνει μέχρι το σημείο της πλήρους εξίσωσης τους. Συμφωνώντας με τους ωφελιμιστές, βεβαιώνει πως μια τέτοια πολιτική θα οδηγούσε στη πλήρη κοινωνική παρακμή και τότε το κράτος δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει το κριτήριο minimax. Είναι καλό για όλους να νιώθουν από την ημέρα της γέννησης τους πως θα ζουν σε μια κοινωνία όπου θα λειτουργεί ένα δίκτυ κοινωνικής ασφάλισης που οδηγεί στην κοινωνική ευημερία του συνόλου.

Ο Μαρξισμός τέλος, βρίσκεται αντίθετος με όλες τις πολιτικοφιλοσοφικές προσεγγίσεις που δίνουν στο κράτος το ρόλο του κοινωνικού ισορροπιστή. Το κράτος γι΄ αυτούς δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα εργαλειακό μέσο στα χέρια των ισχυρών το οποίο φροντίζει να αναδιανέμει τα εισοδήματα πάντα σε όφελος τους. Θεσπίζει τέτοιους κανόνες που αναπαράγουν την κοινωνική αδικία και την οικονομική εκμετάλλευση. Ενώ τα κοινωνικά υποκείμενα που παράγουν τον πλούτο απολαμβάνουν ένα μισθό ίσο με την αξία που είναι αναγκαία για να αναπαράγει τη θέση τους, η εναπομείνασα διαφορά καρπώνεται από αυτούς που δεν παράγουν αλλά είναι κάτοχοι των μέσων παραγωγής. Η διαδικασία αυτή είναι ρυθμισμένη θεσμικά και χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ο Μαρξισμός ενδιαφέρεται για ένα άλλο σύστημα που θα στηρίζεται στην άμεση εργασία των παραγωγών η αξία της οποίας θα κατανέμεται αναλογικά σ' αυτούς που συμμετέχουν στη δημιουργία της.
Οι τρεις πρώτες θεωρίες βρίσκονται εμφανώς υπό του στόχου βελτίωσης των λειτουργιών του ισχύοντος συστήματος ενώ ο Μαρξισμός είναι προσανατολισμένος στο στόχο της αλλαγής του συστήματος και της αντικατάστασης του από ένα άλλο δικαιώτερο και ανθρωπινότερο.




Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ - ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΑΠΑΝΩΝ ΕΙΝΑΙ Η ΛΥΣΗ

Δυστυχώς η Ελληνική οικονομία βρίσκεται για πρώτη φορά αντιμέτωπη με την σκληρή πραγματικότητα των μηχανισμών της παγκοσμιοποίησης. Οι μηχανισμοί αυτοί φαίνεται πως δεν ασχολούνται με τα ιδεολογικά επιχρίσματα των κυβερνήσεων ούτε με το πολιτικό κόστος που ενδεχομένως να επιφέρουν πολιτικές εξυγίανσης. Ενδιαφέρονται μόνο για τη μείωση του κινδύνου των κεφαλαιακών τους τοποθετήσεων και την εξασφάλιση κερδών. Θέτουν κανόνες εισόδου μιας χώρας στις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης των αγορών χωρίς τη τήρηση των οποίων οι ποινές είναι πολύ μεγάλες. Οι μηχανισμοί είναι απρόσωποι, κατά το πλείστον και οι λειτουργίες τους είναι αυτοματοποιημένες. Μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οίκοι, οίκοι αξιολόγησης του αξιόχρεου, διεθνείς δανειοδοτικοί οργανισμοί, γιγαντιαίες επιχειρήσεις και νομισματικά συστήματα, συνιστούν άκαμπτες δομές που μπορούν να συνθλίψουν σε ελάχιστο χρόνο, αδύναμες εθνικές οικονομίες.
Οι οικονομίες είναι αδύναμες όταν είναι υποχρεωμένες να προσφύγουν στους διεθνείς μηχανισμούς για ανεύρεση κεφαλαίων. Αυτό είναι γνωστό σε όλους και φυσικά και στους Έλληνες διαμορφωτές πολιτικής. Αλλά, κατά το μάλλον, δεν είναι οι διεθνείς αγορές που ευθύνονται για τη κακή κατάσταση των αδύναμων εθνικών οικονομιών αλλά οι ίδιες οι χώρες και τα πολιτικά συστήματα διαχείρισης. Στην Ελλάδα, η συσσώρευση των προβλημάτων είναι αποτέλεσμα δεκαετιών. Κατά τη δεκαετία μάλιστα που τρέχει και ειδικά μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η όξυνση τους κορυφώθηκε. Σήμερα η χώρα βρίσκεται στη τραγική θέση να καταφεύγει σε εξωτερικό δανεισμό προκειμένου να καλύψει σημαντικό μέρος των βασικών κονδυλίων γις τις τρέχουσες ανάγκες της. Το μέρος αυτό αντανακλάται στο δημοσιονομικό έλλειμμα το οποίο απροσδιόριστα προσδιορισμένο πότε είναι 10% του ΑΕΠ, και πότε είναι 14%. Σε απόλυτους αριθμούς πάντως δεν είναι πάνω από 25 δις ευρώ. Τούτο το μέγεθος είναι σταγόνα στον ωκεανό αν ήθελε κάποιος να το συγκρίνει με τα 14 τρις ευρώ που αγγίζει το ΑΕΠ της ευρωζώνης. Θα μπορούσε κάποιος σοβαρός αναλυτής να θεωρήσει πως το ελληνικό έλλειμμα κινείται απειλητικά σε βάρος της αξίας του ευρώ; Το δε χρέος που παράγει το έλλειμμα είναι άλλο μέγεθος και πάντως όσο και αν αυξάνονται τα spreads δανεισμού, ο μόνος που βλάπτεται δεν είναι το ενιαίο νόμισμα αλλά οι Έλληνες πολίτες.
Κατά συνέπεια θα πρέπει να αποδεσμευθεί το ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα με τη συζήτηση για την αξία του Ευρώ.
Το πρόβλημα όμως που έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα είναι άλλης τάξεως. Είναι πρόβλημα που έχει γραμμικές συσχετίσεις με τον τρόπο που είναι δομημένο το οικονομικό σύστημα παραγωγής, με το σημείο στο οποίο έχει ισορροπήσει ο άξονας των πολιτικών συσχετισμών.
Το παραγωγικό σύστημα θεωρείται αντικειμενικά απαρχαιωμένο, παρωχημένο, καθυστερημένο. Παράγει προϊόντα και υπηρεσίες που έχουν μέτρια, μικρή ή και καθόλου ζήτηση στις διεθνείς αγορές. Η ανταγωνιστικότητα του συνεχώς μειώνεται και η συρρίκνωση του επιχειρηματικού ιδιωτικού τομέα επιφέρει τη διόγκωση του δημοσίου, από την οποία προέρχονται τα γιγαντιαία ελλείμματα. Τα προϊόντα που παράγει δεν προτιμούνται ούτε από τους Έλληνες καταναλωτές και λόγω της κακής τους ποιότητας και λόγω των υψηλών τιμών.
Έτσι δημιουργείται και το μεγάλο πρόβλημα των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Μέχρι τώρα ανάφερα τέσσερα μεγάλα προβλήματα που γίνονται αιχμηρές αγκυλώσεις του ελληνικού οικονομικού συστήματος. Τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, το αναπτυξιακό καταναλωτικό μοντέλο και τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτά τα προβλήματα υπήρχαν πάντα αλλά στη παρούσα περίοδο κατάφεραν να εναρμονίσουν την εκδήλωση των αρνητικών συνεπειών τους. Η ταυτόχρονη εκδήλωση τους έκανε την κατάσταση εκρηκτική αλλά όχι ανεπίστρεπτη.
Η αντιμετώπιση τους απαιτεί νηφάλια σκέψη και γνώσεις όχι γενικές και θεωρητικές αλλά συγκεκριμένες γνώσεις της ελληνικής ιδιομορφίας. Απαιτεί επίσης εμπειρικές μελέτες μέτρησης των συνεπειών των κυβερνητικών πολιτικών. Μελέτες επιπτώσεων δηλαδή των κυβερνητικών αποφάσεων. Αν υποθέσουμε πως οι γνώσεις υπάρχουν έστω και σε ελλειπή μοφή, οι εμπειρικές μελέτες όμως μάλλον είναι ανύπαρκτες. Έτσι οι κυβερνητικές αποφάσεις θα μετρήσουν την αποδοτικότητα τους εκ των υστέρων και αφού προκαλέσουν ίσως νέα κύματα απαισιοδοξίας.
Η ιδιομορφία (ή δυσμορφία) του ελληνικού συστήματος λειτουργεί έτσι ώστε να μην αποδίδουν οι κλασικές οικονομικές παρεμβάσεις που εφαρμόζονται σε άλλες πιο ολοκληρωμένες χώρες της Δύσης. Για παράδειγμα, η ενίσχυση των εισοδημάτων με σκοπό την ενεργοποίηση της αγοράς μπορεί να αποδίδει στην οικονομία των ΗΠΑ αλλά στην ελληνική οικονομία και μάλιστα σε συνθήκες βαθειάς ύφεσης είναι μάλλον πολιτική περιορισμένων ορίων. Οι Έλληνες καταναλωτές αφού έχουν καλύψει μία και δύο φορές τις βασικές και μη ανάγκες τους θα προτιμήσουν να διακρατήσουν ρευστότητα προκειμένου να ανταπακριθούν στη προσδοκώμενη εμβάθυνση της ύφεσης. Επομένως ο σκοπός της ενεργοποίησης της αγοράς ίσως δεν επιτευχθεί στο χρόνο που πρέπει.
Η ορθότερη πολιτική παρέμβαση στα οικονομικά δρώμενα, είναι αυτή που περικόπτει τις περριτές δημόσιες δαπάνες, είτε αυτές είναι ελαστικές είτε είναι ανελαστικές. Η εξοικονόμηση των πόρων αυτών θα πρέπει να χρηματοδοτήσει την αναδιοργάνωση της παραγωγής. Να ενισχυθούν οι επενδυτικοί μηχανισμοί, ακόμα και κάτω από την κρατική εποπτεία, να αρθούν τα εμπόδια που καθηλώνουν διαδικασίες παραγωγικής ανασυγκρότησης, να επιταχυνθούν οι πολιτικές αποκρατικοποιήσεων, να θεσπισθούν κίνητρα εισόδου ξένων άμεσων επενδύσεων, να ενισχυθούν με λίγα λόγια όλα εκείνα τα εργαλεία που δυναμώνουν τους φορείς της προσφοράς προϊόντων, υπηρεσιών και ειδικευμένης εργασίας. Με το τρόπο αυτό οι περιορισμένοι πόροι δεν θα μετατραπούν σε προνοιακά επιδόματα μιας χρήσεως αλλά σε παραγωγικά αποτελέσματα μακράς διάρκειας.
Χρονικά οι πολιτικές αυτές είναι μακράς διάρκειας. Βραχυπρόθεσμα όμως ο αναπροσανατολισμός των περιορισμένων δαπανών σε παραγωγικό ορίζοντα θα δώσει το σύνθημα ότι η Ελλάδα βγαίνει από τον επιδεικτικό καταναλωτισμό, την εργασιακή ραθυμία και τον φενακισμένο πολιτικό ανταγωνισμό. Οι αποδόσεις μιας ανάλογης πολιτικής θα απαιτήσουν ασφαλώς χρόνο για να εκδηλωθούν. Στο διάστημα αυτό θα υπάρξουν απώλειες μονάδων καταναλωτικής ευημερίας και αναστολή ικανοποίησης αποκτημένων συνηθειών, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Έτσι μόνο ορθολογικοποιούνται οι στόχοι της οικονομικής πολιτικής και δεν συγκρούεται ο ένας με τον άλλο, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα.


Θα πρέπει να τονισθεί μετ' επιτάσεως ότι η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα και η οικονομία της, όχι μόνο είναι αναστρέψιμη αλλά με τις κατάλληλες πολιτικές αναδιοργάνωσης μπορεί να τεθεί και επικεφαλής των προηγμένων χωρών στο νέο κύκλο του μεταβιομηχανικού καπιταλισμού. Με την επεξεργασία του νέου ενεργειακού προτύπου, η Ελλάδα διαθέτει όλα εκείνα τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για να αξιοποιήσει στο έπαρκο τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, να τις συνδέσει με τα ευρυζωνικά δίκτυα, τα πληροφοριακά συστήματα, την έρευνα και τις νέες οικολογικές κατασκευές. Έτσι και αλλιώς είναι προνομοιούχος λόγω της γεωπολιτικής της θέσης και λόγω των κλιματικών συνθηκών. Οι διαμορφωτές πολιτικής όλων των κλιμακίων, πολιτικών, κοινωνικών, επιστημονικών, κ.α., οφείλουν να προτείνουν επεξεργασίες και να προχωρήσουν σε εφαρμογές το συντομότερο δυνατό.


Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

The Greek problem


Το ελληνικό πρόβλημα με την οικονομία δεν είναι νέο. Ούτε παλιό. Είναι βασικό συστατικό της εθνικής και κοινωνικής ταυτότητας. Έχει μάλιστα πολλές διαστάσεις και πτυχές και για αυτό προσεγγίζεται από πολλά σημεία. Υπήρχε πάντα και ενδεχομένως να υπάρχει και στο μέλλον, αν δεν ληφθούν βασικά διαρθρωτικά και μακροχρόνια μέτρα μετασχηματισμών. Τα μέτρα αυτά δεν θα αφορούν μόνο στην οικονομία αλλά σ' ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και στις αγκυλωμένες δομές της. Κατά συνέπεια δεν πάσχει μόνο η ελληνική οικονομία αλλά ολόκληρο το θεσμικό δίκτυο της κοινωνίας, οι κύριες και δευτερεύουσες κλίμακες των αξιών, η κρατική διάθρωση, καθώς και η ποιότητα του συνολικού παραγωγικού δυναμικού. Στα πολλά χρόνια που πέρασαν μέσα από τις δεκαετίες, οι μελετητές, Έλληνες και ξένοι, επιστήμονες, έχουν αναλύσει, δημοσιεύσει και συζητήσει το μοντέλο της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και το έχουν κατατάξει στις περιφερειακές τροχιές του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Εκεί ανήκουν όσα κράτη δεν είναι τόσο αποδοτικά όσο τα κεντρικό ευρωπαϊκά, δεν διαθέτουν ευέλικτες δομές προσαρμογής, δεν διαθέτουν υψηλής ποιότητας ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, δεν κατέχουν πλούσια πολιτισμική παράδοση επιχειρηματικής δράσης, δεν διαθέτουν τους κατάλληλους παραγωγικούς συντελεστές ούτε μεγάλα αποθέματα κεφαλαίου, και ο εξωτερικός τομέας των οικονομιών τους είναι πάντα ελλειμματικός λόγω της μικρής ικανότητας ανταγωνισμού. Οι σχέσεις τους με τα μητροπολιτικά κράτη του καπιταλισμού δεν μπορούν να βελτιωθούν διότι αυτά τα πρώτα είναι ασφαλώς ισχυρότερα και ικανότερα να επιβάλλουν τους όρους τους. Έτσι ο ισχύον καταμερισμός εργασίας είναι μάλλον παγιωμένος και το αιτιακό σωρευτικό αποτέλεσμα αναπαράγεται. Αυτό σημαίνει πως οι περιφέρειες του ενιαίου συστήματος θα απομακρύνονται συνεχώς από το κέντρο, αντί να συγκλίνουν. Η θεωρία αυτή δεν είναι νέα, έστω και αν με την αναδιατύπωση της, την αναπαλαίωση της, κατάφερε να κερδίσει το Νόμπελ Οικονομικών, ο Π. Κρούγκμαν. Έχει καταγραφεί από τη δεκαετία του '50 και εκείνο που φαίνεται να είναι περισσότερο εφικτό είναι να αναμορφωθεί το σύστημα με τέτοιο τρόπο ώστε να ενεργοποιηθούν οι τάσεις προς την αντίστροφη κατεύθυνση. Δηλαδή οι περιφέρειες να πλησιάζουν το κέντρο τους δημιουργώντας νέες περιφέρειες οι οποίες και αυτές θα συγκλίνουν προς το νέο κέντρο, κ.ο.κ. πυροδοτώντας μια διαδικασία διάχυσης της ευημερίας παγκοσμίως και όχι υπέρ συγκέντρωσης. Αυτό μπορεί να συντελεστεί μόνο με τη μεταφορά πόρων από το κέντρο προς την περιφέρεια και όχι το αντίθετο, όπως συμβαίνει σήμερα. Με πολιτικούς όρους, κάτι τέτοιο μπορεί να εκφρασθεί από τις πολιτικές των συντηρητικών και των σοσιαλδημοκρατών -προοδευτικών δυνάμεων. Οι μέν πρώτοι πιστεύουν πως η μεταφορά πόρων από τις περιφέρειες προς το κέντρο συνιστά αναπτυξιακή πολιτική ενώ οι δεύτεροι θεωρούν πως το αντίθετο είναι δίκαιο, ηθικό, και μακροπρόθεσμα εκείνο που διασώζει το σύστημα. Οι μέν βλέπουν και αναλύουν το σύστημα με βραχυπρόθεσμους όρους, οι δε το προσεγγίζουν με μακροπρόθεσμους όρους διατήρησης. Αν επεκτεθούμε, εισάγοντας και παράμετρες πολιτικής φιλοσοφίας, θα δούμε πως οι νεοσυντηρητικοί θεωρούν πως η οικονομία είναι αυτή που διαρθρώνει και τις δομές της κοινωνίας ενώ αντίθετα οι δεύτεροι πως η οικονομία συνιστά ένα ένθετο πεδίο εντός της κοινωνίας από την οποία και διαρθρρώνεται. Αν ακολουθήσουμε αυτό το δρόμο, βλέπουμε πως το "ελληνικό πρόβλημα" είναι πολύ πιο σύνθετο από μια απλή τεχνική ανάλυση η οποία αναζητά τρόπους αντιμετώπισης των "δίδυμων ελλειμμάτων." Στη δυναμική της αλληλεξάρτησης, όταν οι χώρες που βρίσκονται στις τροχιές του συστήματος αντιμετωπίζουν προβλήματα, δημοσιονομικής ή αναπτυξιακής φύσεως, είναι βέβαιο πως, αργά ή γρήγορα, προβλήματα, όμοιας ή παρεμφερούς φύσεως, θα κληθούν να αντιμετωπίσουν και οι χώρες που βρίσκονται στον πυρήνα του συστήματος. Συνεπώς, οι επιζητούμενες λύσεις των προβλημάτων, οφείλουν να έχουν καθολικό χαρακτήρα, να είναι δηλαδή συστημικές. Αυτό σημαίνει πως δεν είναι μόνο η Ελλάδα που αντιμετωπίζει πρόβλημα αλλά ολόκληρο το σύστημα της Ευρωπαϊκής οικονομικής δομής και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο κατανέμονται οι συνολικοί πόροι ανάμεσα στους συντελεστές παραγωγής αφ' ενός και ανάμεσα στα κράτη / μέλη αφ' εταίρου. Γιατί, για παράδειγμα, το Μάαστριχτ, δεν θεσπίζει ποινές επιτήρησης όταν οι κοινοτικοί πόροι που λαμβάνουν τα μέλη δεν επενδύονται σε αναπτυξιακούς παραγωγικούς τομείς, και μάλιστα εξαγωγικούς, αυξάνοντας και την απασχόληση αλλά το κάνει μόνο στη περίπτωση της υπερχρέωσης και του δημοσιονομικού εκτροχιασμού; Προφανώς γιατί τον παραγωγικά αναπτυξιακό ρόλο τον επιφυλλάσει για τον πυρήνα του συστήματος. Οι περιφέρειες οφείλουν να απορροφούν την παραγωγή των κεντρικών κρατών. Ο ρόλος τους είναι καταναλωτικός / ελλειμματικός και όχι παραγωγικός / εξαγωγικός και πλεονασματικός. Και προφανώς γιατί φοβάται τη πυροδότηση των πληθωριστικών πιέσεων και, τη συνεπεία αυτών, υποτίμηση της αξίας του ενιαίου νομίσματος. Η Ευρώπη είναι διχασμένη σε πλεονασματικές και ελλειμματικές στους εθνικούς τους λογαριασμούς, χώρες. Και όπως αποκαλύπτει η θεωρία και αποδεικνύει η εμπειρία, η παρούσα κρίση πλήττει πάνω απ' όλα και πρώτα, τις δεύτερες. Πρώτη στη σειρά ήταν η Ιρλανδία, τώρα ήρθε η σειρά της Ελλάδας, αύριο θα έρθει στο προσκήνιο η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, κ.ο.κ. Φυσικά αυτό συνιστά μια πορεία αν όχι προς την κατάρρευση, σίγουρα προς τη περιφερειοποίηση της Ευρώπης, σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ευρωπαϊκή οικονομία θα αναπαριστά μικρές ή μεγάλες κουκίδες, στις περιφερειακές τροχιές ενός συστήματος στο κέντρο του οποίου θα βρίσκονται οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Κίνας.
Ο μηχανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει κύριο προσανατολισμό τη νομισματική διαχείρηση. Ο,τιδήποτε, ενεργεία ή δυνάμει, μπορεί να πλήξει την αξία του νομίσματος οφείλει να το εξουδετερώνει. Υπό το βάρος όμως των σημερινών συνθηκών, τι θα μπορούσε να θεωρηθεί περισσότερο φυσικό για μια κυβέρνηση οποιουδήποτε ιδεολογικού φορτίου, από το να διατηρήσει ή και να αυξήσει την απασχόληση δημιουργώντας δημοσιονομικά ελλείμματα; Τι θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο σπουδαίο από τη διατήρηση τουλάχιστον στα ίδια επίπεδα της αγοραστικής δύναμης των πολιτιών; Στο κάτω κάτω, δεν ήταν το ελληνικό οικονομικό σύστημα ο πρώτος υπαίτιος της εξελισσόμενης οικονομικής αναταραχής που τείνει να λάβει παγκόσμες διαστάσεις. Ούτε το Ιρλανδικό, ούτε το Λετονικό, ούτε το Ισπανικό.
Αν πραγματικά εννοεί αυτά που λέει η Ε. Επιτροπή περί συγκλίσεων των οικονομιών, τότε γιατί δεν λαμβάνει μέτρα παραγωγικής και δομικής σύγλισης των οικονομιών των κρατών / μελών; Γιατί δεν βοηθάει τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, με μελέτες, με τεχνογνωσία, με θέσπιση κινήτρων, με μεταφορά πόρων, κλπ, ώστε να κινητοποιήσουν και να εκσυγχρονίσουν τον παραγωγικό τους μηχανισμό σε μια πορεία πραγματικής και όχι δημοσιονομικής και νομισματικής σύγκλισης; Λοιπόν ας είναι λιγότερο απαιτητητική και ας δεχθεί η Ε.Επιτροπή, πως η σταδιακή προσαρμογή των δημοσιονομικών παρεκλίσεων στους μέσους όρους, είναι πιο σταθερή και κοινωνικά δικαιότερη.
Ας επιστρέψουμε τώρα στο "Ελληνικό πρόβλημα". Αυτό το πρόβλημα δεν είναι ούτε δημοσιονομικό ούτε συγκυριακό, βραχυχρόνιο δύο ή τριών χρόνων. Είναι κατ' εξοχήν πρόβλημα κοινωνικής εμπιστοσύνης και κοινωνικού κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, είναι πρόβλημα εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας. Τα τελευταία δεκαπέντε - είκοσι χρόνια, η Ελλάδα έχει καταναλώσει ολόκληρο το απόθεμα του κοινωνικού της κεφαλαίου. Δηλαδή, την αποδοτικότητα των οικονομικών και πολιτικών θεσμών, την επενδυτική επιχειρηματικότητα, την φιλεργατικότητα και το εργασιακό ήθος, την κοινωνική και ατομική εμπιστοσύνη, τον ορθολογισμό των αγορών, την ανάρτηση εθνικών στόχων και την ικανότητα συλλογικής δράσης. Η αποδόμηση του κοινωνικού κεφαλαίου, έφερε στην επιφάνεια στοιχεία όπως η επιχειρηματική κερδοσκοπία, η εργασιακή φιγοπονία, η αποφυγή ανάληψης δημιουργικών κινδύνων, ο ατομικισμός, η επιδίωξη κερδοφόρας σχόλης, η κοινωνική και ατομική εμπάθεια προς κάθε επιτυχές, και η απόσυρση στη μεγάλη και ασφαλή κρατική αγκαλιά. Η κατάσταση αυτή έχει εξουθενώσει και το ίδιο το δυναμικό των ανθρωπίνων πόρων. Το εργασιακό και επιχειρηματικό δυναμικό, εκτός λίγων εξαιρέσεων, εμφανίζει χαμηλή πυκνότητα ποιότητας και παραγωγικής απόδοσης, αν συγκριθεί με τις απαιτήσεις της νέας παγκόσμιας διάρθρωσης. Το συνολικό ανθρώπινο δυναμικό στην Ελλάδα γνωρίζει και μπορεί να ανταπεξέλθει εργασιακά και επιχειρηματικά, μόνο στις απαιτήσεις παλιών και ώριμων οικονομικών δρασατηριοτήτων. Αλλά λόγω του αυξημένου διεθνούς ανταγωνισμού, η μη ανανέωση και αυτών των δεξιοτήτων, απειλεί να υποβαθμίσει ακόμη περισσότερο την ελληνική οικονομική απόδοση. Αν δεχθούμε αυτές τις εκτιμήσεις, είναι πολύ εύκολο να κατανοήσουμε τις μεγάλες στρεβλώσεις που εκδηλώνονται στο δημοσιονομικό πεδίο, στο πεδίο λειτουργίας των αγορών και στο σύστημα ασφάλισης.

Υπό το πρίσμα αυτών των εκτιμήσεων, υπάρχουν δύο συνυφασμένες τακτικές τις οποίες οφείλει να ακολουθήσει ο υπουργός των Οικονομικών. Η βραχυπρόθεσμη και η μακροπρόθεσμη. Σε συνθήκες μη πληθωρισμού, η βραχυπρόθεσμη τακτική οφείλει να είναι ακαριαία ενώ η μακροπρόθεσμη ήπιας μορφής. Πάντως είναι βέβαιο, πως δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν τα δημοσιονομικά, δηλαδή το ίδιο το προβληματικό κράτος, αν δεν επιτελεστούν οι αναγκαίοι κοινωνικοί και οικονομικοί μετασχηματισμοί.
Επαναλαμβάνω πως το πρόβλημα δεν φαίνεται να είναι τεχνοκρατικό και αριθμητικό. Είναι μάλλον πολιτικό γιατί συνδέεται με το χαρακτήρα των αποφάσεων. Θέλει η κυβέρνηση να αυξήσει τα έσοδα και να μειώσει σε μόνιμη βάση τις δημόσιες δαπάνες; Αν η απάντηση είναι ναι , τότε δεν έχει παρά να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα το οποίο θα περιλαμβάνει όχι πολλές, αλλά μερικές αποφασιστικές κινήσεις: Να αυξήσει τη φορολογική βάση, γιατί το ύψος των εσόδων είναι το γινόμενο της βάσης επί τον φορολογικό συντελεστή. Αυτό σημαίνει πως θα παταχθεί η λαθρεμπορία στο κύκλωμα των πετρελαίων και των παραγώγων του. Αναμενόμενα έσοδα; Πάνω από δέκα δις ευρώ. Θα παταχθεί η λαθρεμπορία στα τσιγάρα. Θα φορολογηθούν οι συναλλαγές σις λαϊκές αγορές, και θα παταχθεί το παρά εμπόριο. Θα φορολογηθεί αξιοκρατικώς ο κλάδος της διακίνησης των φαρμάκων, και των ιατρικών εργαλειακών μέσεων. Αυτά είναι μόνο μερικά ενδεικτικά παραδείγματα. Από τη πλευρά της κατηγορίας των δαπανών τα πράγματα φαίνεται να είναι λιγότερο δύσκολα. Σταθερό και μόνιμο μέτρο μείωσης των δαπανών είναι ο περιορισμός του προσωπικού του κρατικού μηχανισμού. Επί πλέον και η πάταξη της απύθμενης κρατικής σπατάλης πόρων. Οι σταγόνες στην ουρά του γαϊδάρου είναι η εκτίμηση, ότι λόγω των υπεραρίθμων εκδηλώνεται και ο νόμος της φθίνουσας οριακής παραγωγικότητας. Επίσης δεν υπάρχουν αποδοτικά μοντέλα διοίκησης τόσο μεγάλων αριθμών για τόσο λίγες θέσεις. Ο τετραγωνισμός του κύκλου είναι ευκολότερος. Σταθερό και μόνιμο μέτρο είναι η πάταξη των ελαστικών δημόσιων καταναλωτικών δαπανών που ταυτίζονται με τη σπατάλη πόρων. Αν κάποια στιγμή εκδηλωθεί η θετική πλευρά της περίφημης πολιτικής βούλησης, τότε τα ελλείμματα που καταλήγουν στη συσσώρευση του δημοσίου χρέους, είναι υπόθεση λίγων τέρμινων. Όμως θα πρέπει να σημειώσουμε, πως τα ελλείμματα του δημοσίου δεν είναι ο δαίμονας στους δρόμους. Έχουν και τις ευεργετικές τους διαστάσεις αν χρηματοδοτούν αναπτυξιακές παραγωγικές πολιτικές και αν βελτιώνουν τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας. Και εδώ είναι που βρίσκεται η καρδιά του ελληνικού προβλήματος. Το καταναλωτικό υπερδανεισμένο πρότυπο συγκρότησης της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να πεταχθεί απ' το παράθυρο επειγόντως. Σχεδόν όλα τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν αποκτήσει σύγχρονη βάση οικιακού εξοπλισμού, υπέρ επαρκή στέγαση, πλεονάζουσα αυτοκίνηση, και ό,τι είναι πάνω απ' αυτά και σχετίζεται με την ψυχαγωγία, την τηλεπικοινωνία, τον τουρισμό, κλπ. Εκείνο που είναι ανάγκη να επιλεγεί είναι η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών με υψηλό ανταγωνιστικό δείκτη διεθνώς, που θα αναβαθμίσει την ελληνική οικονομία στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος. Δυστυχώς η πορεία ανακόπηκε τη τελευταία δεκαετία. Και πως μπορεί να γίνει αυτό; Με τον αναπροσανατολισμό των δημοσίων δαπανών, με την "στράτευση" του πιστωτικού συστήματος, με την ενίσχυση του τομέα του R&D, του εκπαιδευτικού αναπροσανατολισμού και τη χρηματοδότηση των νέων ενεργειακών τεχνολογιών. Τα ελλείμματα μπορούν να υπάρχουν στο μεσοδιάστημα, αλλά δεν θα είναι επικίνδυνα γιατί θα χρηματοδοτούν παραγωγικές επενδύσεις οι οποίες θα επιφέρουν αποδόσεις που θα είναι ικανές, σε δεύτερο χρόνο, να τα υπέρ καλύψουν. Φυσικά δεν εννοούμε το σύνολο των ελλειμμάτων αλλά το μέρος εκείνο που θα δημιουργείται από τις παραγωγικές δράσεις. Θα μπορούσαν να εκδοθούν κρατικά ομόλογα ανάπτυξης (growth state bonds), τα οποία θα όδευαν προς τη δημιουργία εργοστασίων, συγκροτημάτων νέων υπηρεσιών, εισαγωγή νέων οργανωτικών παραγωγικών μορφών, δημιουργία ελεύθερων ζωνών τεχνολογικών καινοτομικών πάρκων, κλπ, δημιουργώντας ένα κλίμα επενδυτικής άνοιξης το οποίο θα ευνοούσε και την εισαγωγή άμεσων ξένων επενδύσεων και θα αύξανε την απασχόληση.

Με τις διαπιστώσεις αυτές ως συμφραζόμενα, μπορούμε τώρα να καταλήξουμε σε μια διαπίστωση. Η πολιτική της παρούσας κυβέρνησης, απ' ό,τι μέχρι τώρα έχει ανακοινωθεί, μάλλον έχει λάθος προσανατολισμό. Επιθυμεί να κάνει ό,τι έκαναν οι μητροπολιτικές χώρες και κυρίως οι ΗΠΑ, δηλαδή να ενισχύσουν την ασθενή ενεργό ζήτηση. Να φέρουν πίσω δηλαδή έναν καθαρό Κέυνς. Η ελληνική οικονομία όμως δεν διαθέτει τις ίδιες δομές προσφοράς και ζήτησης. Είναι πολύ ανοικτή οικονομία και το κέντρο ισορροπίας της βρίσκεται έξω από τα σύνορα της, δηλαδή στο μεγαλύτερο βαθμό εξαρτάται από την εξωτερική αγορά. Οι εισροές των παραγωγικών συντελεστών έρχονται από το εξωτερικό. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μπορεί να λειτουργήσει και ο κανόνας της "ρικαρδιανής ισοδυναμίας". Δηλαδή κατακράτηση του εισοδήμαος για αντιμετώπιση μελλοντικών αυξημένων φόρων. Αλλά ακόμα και αν δεν λειτουργήσει, η ενίσχυση της ζήτησης μπορεί να επιδεινώσει περεταίρω τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Εκείνο που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία είναι η ενίσχυση των διαδικασιών της παραγωγής και της προσφοράς. Φυσικά είναι αναγκαία η εξοικονόμηση πόρων αλλά αυτοί θα είναι λάθος να οδεύσουν προς την πλευρά της ζήτησης και όχι της αναμόρφωσης του παραγωγικού ιστού της χώρας.
Στο σχέδιο αυτό, τον πρώτο λόγο έχουν οι κρατικές και ιδιωτικές πιστωτικές εταιρίες, δηλαδή οι τράπεζες και οι μεγάλοι επενδυτικοί όμιλοι, δίπλα στους οποίους ενισχυτικά και όχι ανασταλτικά, θα λειτουργεί η κρατική διοίκηση. Ο Κευνσιανισμός των οδικών έργων, κλπ, είναι νομοτελειακά βέβαιο πως θα ανακυκλώσει τα προβλήματα και μάλιστα απειλητικότερα και θα υποβαθμίσει ακόμα περισσότερο την ελληνική απόδοση στη διεθνή αγορά.
Δεν είναι περιττό να ξαναπούμε, πως η ανακατανομή των πόρων είναι αναγκαίο να προχωρήσει αλλά όχι υπέρ της ζήτησης και της ενίσχυσης των "αδυνάτων" (γιατρών, δικηγόρων, ελεύθερων επαγγελματιών, κλπ) αλλά υπέρ της παραγωγικής προσφοράς. Τότε τα ελλείμματα δεν θα ενοχλούν κανένα και αν ενοχλούν τις Βρυξέλλες υπάρχουν πλείστα όσα επιχειρήματα πειθούς των. Εκείνο που είναι αναγκαίο, κατά τη γνώμη μου, είναι να αναδιοργανωθεί η παραγωγική βάση της οικονομίας, να αποκτήσει ποιοτικά χαρακτηριστικά η επιχειρηματική δράση, να πολλαπλασιαθούν οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού και να σφυλατηθεί η κοινωνική και ατομική εμπιστοσύνη. Το ερώτημα που τίθεται είναι ποιος θα ηγηθεί ενός τέτοιου αναπτυξιακού σχεδίου; Ποιές κοινωνικές δυνάμεις και ποιές πολιτικές εκπροσωπήσεις; Τα ερωτήματα αυτά όμως απαιτούν ένα ξεχωριστό σημείωμα.
Η συγκυρία είναι μοναδικά ιστορική. Μαζί με τον αναπτυξιακό αναπροσανατολισμό οφείλουν να εξυγιανθούν και τα δημόσια οικονομικά. Αν αυτό δεν γίνει και τώρα που ο πληθωρισμός είναι χαμηλός, που οι ευρωπαϊκές νομισματικές συνθήκες σταθερές, που η κυβέρνηση είναι ισχυρή, η παγκόσμια ανάκαμψη ante portas, και η συνείδηση του επείγοντος ώριμη, τότε πολύ φοβούμαι πως δεν θα εξυγιανθούν ποτέ.






Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Παγκόσμια χηματοοικονομική αναδιάταξη

Η παγκόσμια οικονομική διάρθρωση βρίσκεται συνεχώς σε αναδιάταξη. Τα ανθρώπινα λάθη οδηγούν τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών καθώς και τις αγορές συναλλάγματος και μετοχών, από ανισορροπία σε ανισορροπία. Οι επιλογές των δρώντων, είτε αυτοί είναι διαχειριστές κεφαλαίων, είτε κυβερνητικοί αξιωματούχοι, ελάχιστα στηρίζονται σε ορθολογικές κρίσεις με αποτέλεσμα να διακυμαίνονται οι τιμές σε μεγάλο εύρος. Ο δεύτερος λόγος των μεγάλων βραχυχρόνιων διακυμάνσεων, είναι η κακώς εννοούμενη εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων. Σε μια εποχή όπου ο κόσμος μοιάζει με μεγάλο χωριό, λόγω των τεχνολογικών αποδόσεων, αυτοί που πιέζουν προς την στενή "εθνική" οριοθέτηση των δράσεων, "απολαμβάνουν" είτε μικρά οφέλη, είτε μεγάλες ζημιές. Οι μεγάλες διακυμάνσεις θεωρούνται από τους ίδιους, βραχυχρόνιες και μεταβατικές, η παρέλευση των οποίων θα οδηγήσει το σύστημα σε εκ νέου ισορροπία. Η χρηματοοικονομική κρίση της περιόδου είναι υπερεκτιμημένη. Κακώς συγκρίνεται με εκείνη του 1929-34. Θυμίζω πως εκείνη είχε μειώσει την ακαθάριστη παραγωγή κατά 50%, την απασχόληση κατά 30% και τον αριθμό των τραπεζικών καταστημάτων κατά το ήμισυ. Η σημερινή, εκτός από την εξαφάνιση του κολλοσού της Lehman Brothers, της AIG, και 150 μικρότερων τραπεζών, επέφερε μείωση στο ΑΕΠ κατά το το πενιχρό 1% της αμερικανικής οικονομίας. Στο περίφημο βιβλίο του Ο Τζ. Καλμπραίηθ, είναι περισσότερο αναλυτικός και διαφωτιστικός. Η παρούσα κρίση ήταν απλώς μια φούσκα στο σώμα του καπιταλισμού η οποία προήλθε από τη συνέργεια τριών μεγάλων παραγόντων. Ο πρώτος ήταν η κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος που απελευθέρωσε τεράσιες οικονομικές περιοχές και ευκαιρίες για τις δυτικές εταιρίες, ο δεύτερος ήταν απελευθέρωση των μετακινήσεων των μεγάλων ποσοτήτων διεθνών κεφαλαίων, και ο τρίτος ήταν η ίδια η διάρθρωση του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος που ευνοούσε τη βραχυχρόνια κερδοσκοπία σε βάρος των μακροπρόθεσμων αποδόσεων που προέρχονται από τις άμεσες επενδύσεις.
Η μεγάλη ρευστότητα που σχηματίστηκε παγκοσμίως έπρεπε να αναπαράγεται κερδοφόρα. Δημιουργήθηκαν χιλιάδες χρηματοοικονομικά προϊόντα η πώληση των οποίων πρόσθετε πάντα και ένα μικρό ή μεγάλο ποσοστό κέρδους, πάνω στο ήδη υπάρχον, αυξάνοντας την ήδη μεγάλη ρευστότητα. Πακετάρονται τα δημόσια χρέη και πωλούνται σε μικρά κομμάτια, τα οποία ξαναπωλούνται από τους αγοραστές σε δευτερογενείς ή νηοστές αγορές. Παράλληλα ασφαλίζονται οι κίνδυνοι των συνεχών πωλήσεων, οι οποίοι με τη σειρά τους και αυτοί μεταπωλούνται. Περιουσιακά στοιχεία, επενδυτικά πλάνα, προσδοκίες και "καινοτομικές" ιδέες, μετατρέπονται σε "επενδυτικά προϊόντα" και λανσάρονται στις παγκόσμιες αγορές προς πώληση. Δημιουργούνται ελλείμματα τα οποία και αυτά πωλούνται σε χώρες ή θεσμικούς που διαθέτουν ρευστότητα ή αναπαράγουν ρευστότητα. Οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές ασφαλώς είναι πολλαπλάσιες από τις ποσότητες κεφαλαίων που επενδύονται σε παραγωγικές επενδύσεις. Με αυτό το τρόπο παράγονται αποτελέσματα διεύρυνσης των παγκόσμιων ανισοτήτων. Επιδεινώνονται τα φαινόμενα της φτώχειας, του υποσιτισμού και των επιδημιών, λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι οι υλικές και μη, ανάγκες των κατοίκων της γης δεν καλύπτοναι επαρκώς αφού το ύψος των άμεσων επενδύσεων είναι ανεπαρκές.
Η διάρθρωση του συστήματος είναι προσανατολισμένη στην εξυπηρέτηση καταναλατικών αναγκών αδιαφορώντας ακόμα και για τις περιβαλλοντικές επιβαρρύνσεις που προκαλεί.
Η αναζητούμενη λύση στο αδιέξοδο του συστήματος βρίσκεται στην αλλαγή του προσανατολισμού της παγκόσμιας διάρθρωσης. Το σύστημα από καταναλωτικό οφείλει να μετατραπεί σε παραγωγικό. Οι άμεσες εγχώριες και ξένες επενδύσεις οφείλουν να αυξηθούν σε βάρος του χρηματοοικονομικού τομέα. Η παραγωγή και η κατανάλωση είναι ασφαλώς δύο έννοιες απόλυτα συνυφασμένες αλλά λόγω της παγκοσμιοποίησης των αγορών μπορεί κανείς να καταναλώνει έστω και αν δεν παράγει επαρκώς, καλύπτοντας τη διαφορά από το ξένο δανεισμό. Μ' αυτό το τρόπο αυξάνεται η ρευστότητα και ο χρηματοοικονομικός τομέας. Αυτός ο τελευταίος έχει γιγαντωθεί καλύπτοντας όλους τους άλλους στην οικονομική σφαίρα. Ο περιορισμός του πλέον λαμβάνει επείγουσες διαστάσεις. Το σύστημα κινείται ασύμετρα και παράγει αδιάκοπα παραμορφώσεις, στρεβλώσεις και τελικά κρίσεις. Ο περιορισμός του είναι εφικτός αρκεί οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις του κόσμου να προχωρήσουν στη λήψη των ακόλουθων μέτρων:
  1. να τεθεί σε εφαρμογή ο φόρος επι των βραχυπρόθεσμων χρηματοοικονομικών συναλλαγών, φόρος Tobin. Ο νομπελίστας οικονομολόγος Τόμπιν πρότεινε το μέτρο από το 1972 ακόμα, βλέποντας οξυδερκώς τις επερχόμενες κρίσεις,
  2. να εξασφαλισθεί στρατηγικός συντονισμός των μειζόνων οικονομικών δυνάμεων τόσο επί της νομισματικής όσο και επί της συναλλαγματικής πολιτικής,
  3. να μετριασθεί το φαινόμενο του carry trade μεταξύ των χωρών με μεγάλες διαφορές επιτοκίων,
  4. να ανατιμηθεί το κινέζικο γουάν μέσω της απελευθέρωσης του πιστωτικού συστήματος της Κίνας,
  5. να αντικατασταθεί η ελεύθερη διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών των βασικών νομισμάτων, από το μηχανισμό των περιορισμένων ορίων των συναλλαγματικών διακυμάνσεων,
  6. να εξισορροπήσουν τα καταναλωτικά και εξαγωγικά πρότυπα στις οικονομίες των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη. Η διαίρεση των πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών, στα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών, θα πρέπει, κατά το δυνατό, να μετριασθεί.
  7. να θεσπισθούν διεθνείς οργανισμοί διασφάλισης της σταθερότητας του παγκόμιου νομισματικού και χρηματοοικονομικού συστήματος, υιοθετώντας παρεμβατικές εξωμαλυντικές πολιτικές, και τέλος
  8. να αυξηθούν οι δαπάνες για την "έρευνα και ανάπτυξη" ώστε να ανευρεθούν και να παραχθούν νέοι τομείς παραγωγικής δραστηριότητας.
Δυσυχώς δύο χρόνια μετά την κρίση, οι συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα, δεν έχουν αυτά τα περιεχόμενα. Η κυβέρνηση του Ομπάμα, αναλώνει το χρόνο της προσπαθώντας να ενέσει ρευστότητα στο καταναλωτικό σύστημα, ενώ η εξυγίανση του απαιτεί αυξημένες παραγωγικές επενδύσεις. Δεν αναφέρωμαι στην Ε. Ένωση, γιατί αυτή, εκτός από τον Μπράουν, δείχνει να μην αντιλλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει. Δέσμια των φόβων του μεσοπολεμικού υπέρ πληθωρισμού πιθανόν με τη πολιτική της να επιφέρει το χειρότερο σενάριο του αντιπληθωρισμού. Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα έχει προχωρήσει αυθορμήτως στην εξειδίκευση πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών. Παραγωγικών και καταναλωτικών. Δανειοληπτριών και δανειοδοτών. Αυτός ο τύπος του οικονομικού μανιχαϊσμού εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού. Αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει και σε πολιτικές διαρκείς κρίσεις με συνέπεια τις μη αναστρέψιμες κοινωνικές εξεγέρσεις.